ΑΡΧΑΙΑ


ΛΥΣΙΑΣ «ΥΠΕΡ ΜΑΝΤΙΘΕΟΥ»


                     




1. Αν δε γνώριζα καλά κύριοι βουλευτές, ότι οι κατήγοροι θέλουν με κάθε τρόπο να με βλάπτουν, θα τους χρωστούσα μεγάλη ευγνωμοσύνη για αυτήν την κατηγορία. Διότι νομίζω ότι γίνονται αίτιοι (πρόξενοι) πολύ μεγάλων ωφελειών σε αυτούς  που έχουν άδικα συκοφαντηθεί αυτοί (οι κατήγοροι), οι οποίοι τυχόν αναγκάζουν αυτούς (δηλ. τους αδίκως συκοφαντημένους) να λογοδοτήσουν για τις πράξεις της ζωής τους.
2.            Διότι εγώ τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη έχω στον εαυτό μου, ώστε ελπίζω ότι, και αν ακόμα κάποιος τυχαίνει να φέρεται άσχημα ή εχθρικά προς εμένα, όταν με ακούσει να μιλώ για τις πράξεις μου, θα αλλάξει γνώμη και θα με θεωρήσει στο εξής πολύ καλύτερο (ενν. απ' ό,τι ως τώρα με νόμιζε).
3.            Έχω, λοιπόν, την αξίωση, κύριοι βουλευτές, αν σας παρουσιάσω μόνο αυτό, ότι δηλαδή διάκειμαι φιλικά προς το παρόν πολίτευμα και ότι είμαι αναγκασμένος να μετέχω στους ίδιους κινδύνους με εσάς, ακόμη να μην έχω καμιά ωφέλεια, αν όμως γίνει φανερό και ότι ως προς τα άλλα έχω ζήσει έντιμα (με μέτρο) και κατά πολύ διαφορετικό τρόπο από τις φήμες και (πολύ διαφορετικά) από τους ισχυρισμούς των εχθρών μου (δηλ. των κατηγόρων), τότε σας παρακαλώ να επικυρώνετε τη (βουλευτική) εκλογή μου και αυτούς (δηλ. τους κατηγόρους) να τους θεωρήσετε ότι είναι κακοήθεις. Πρώτα, λοιπόν, θα αποδείξω ότι δεν υπηρετούσα ως ιππέας ούτε στην πατρίδα βρισκόμουν την εποχή των τριάκοντα τυράννων ούτε είχα ενεργό συμμετοχή στο τότε πολίτευμα.
4. Ο πατέρας μας δηλαδή, πριν από την καταστροφή στον Ελλήσποντο, μας έστειλε να ζήσουμε στο Σάτυρο, (το βασιλιά) του Πόντου, και δεν βρισκόμασταν στην πόλη ούτε όταν κατεδαφίζονταν τα τείχη, ούτε όταν μεταβαλλόταν το πολίτευμα αλλά ήλθαμε πέντε μέρες προτού οι δημοκρατικοί που βρίσκονταν στη Φυλή επιστρέψουν στον Πειραιά.
5.   Και πράγματι ούτε εμείς ήταν πιθανό, δεδομένου ότι είχαμε επανέλθει σε τόσο κρίσιμες περιστάσεις, να επιθυμούμε να συμμετέχουμε σε κινδύνους άλλων, ούτε εκείνοι, (οι Τριάκοντα) είχαν φανερά τέτοια γνώμη ώστε να παράσχουν αξιώματα στη διοίκηση της πολιτείας σε ανθρώπους που ζούσαν μακριά από την πατρίδα και σε ανθρώπους που δεν είχαν διαπράξει κανένα αδίκημα, αντιθέτως στερούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα ακόμα και από εκείνους που τους βοήθησαν να καταλύσουν τη δημοκρατία.
6.  Έπειτα είναι βέβαια απλοϊκό να εξακριβώνει (κάποιος) τους ιππείς από το μικρό πίνακα, γιατί σε αυτόν δεν είναι αφενός γραμμένοι πολλοί από όσους παραδέχονται ότι υπηρέτησαν ως ιππείς, αφετέρου έχουν αναγραφεί μερικοί από εκείνους που είχαν μεταναστεύσει. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη όμως είναι το εξής , όταν δηλαδή επιστρέψατε από την εξορία, αποφασίσατε να παραδώσουν οι φύλαρχοι κατάλογο των ιππέων, για να εισπράξετε πίσω το επίδομα από αυτούς.
7.  Κανείς λοιπόν δεν θα μπορούσε να αποδείξει ούτε ότι εγώ αναγράφηκα στον κατάλογο από τους φυλάρχους, ούτε ότι παραπέμφθηκα στους συνηγόρους του δημοσίου, ούτε ότι πλήρωσα εισφορά. Κι όμως αυτό είναι εύκολο σε όλους να το κατανοήσουν, ότι δηλαδή ήταν αναπόφευκτο για τους φυλάρχους να τιμωρούνται οι ίδιοι , αν δεν αποκάλυπταν εκείνους που έλαβαν το επίδομα. Επομένως πολύ πιο δικαιολογημένα  μπορείτε να εμπιστεύεστε εκείνους τους καταλόγους παρά αυτούς, από εκείνους δηλαδή ήταν εύκολο να διαγραφεί (το όνομα) όποιου το επιθυμούσε, στους άλλους όμως ήταν επιβεβλημένο να παραδοθούν οι ιππείς σε κατάλογο από τους φυλάρχους.
8.  Επιπρόσθετα, βέβαια, κύριοι βουλευτές αν υπήρξα ιππέας, δεν θα αρνιόμουν με την ιδέα ότι (=σαν να) είχα διαπράξει κάτι κακό, αλλά θα είχα την απαίτηση να επικυρώσετε την εκλογή μου, αν αποδείξω ότι κανείς από τους πολίτες δεν έχει κακοποιηθεί από εμένα. Βλέπω εξάλλου ότι και εσείς έχετε αυτή τη γνώμη και ότι από τη μία πολλοί από όσους τότε υπηρέτησαν στο ιππικό είναι βουλευτές, από την άλλη πολλοί από αυτούς έχουν εκλεγεί με χειροτονία στρατηγοί και ίππαρχοι. Επομένως μη νομίζετε ότι εγώ απολογούμαι έτσι για τίποτε άλλο, παρά εξαιτίας του ότι τόλμησαν ολοφάνερα να πουν ψέματα εναντίον μου. Ανέβα λοιπόν στο βήμα για χάρη μου και δώσε κατάθεση.
9.  Σχετικά λοιπόν με αυτή την κατηγορία δε γνωρίζω για ποιο σκοπό πρέπει να λέω περισσότερα. Μου φαίνεται όμως βουλευτές , ότι αφενός στους άλλους δικαστικούς αγώνες ταιριάζει να απολογείται (κάποιος)σχετικά μόνο με τις ίδιες τις κατηγορίες, αφετέρου στις δοκιμασίες (ότι) είναι δίκαιο να δίνει λόγο (να λογοδοτεί) για όλες τις πράξεις τις ζωής του. Σας παρακαλώ λοιπόν να με ακούσετε προσεκτικά με συμπάθεια(εύνοια). Θα διατυπώσω όμως την απολογία μου όσο τυχόν μπορώ συντομότατα.
10.  Εγώ καταρχήν, παρόλο που δεν κληρονόμησα μεγάλη περιουσία εξαιτίας των συμφορών και του πατέρα και της πόλης πάντρεψα δύο αδελφές, αφού έδωσα προίκα στην καθεμιά τριάντα μνες , και με τον αδελφό μου μοιράστηκα έτσι (την περιουσία) ώστε εκείνος να παραδέχεται ότι έχει μεγαλύτερο από εμένα μερίδιο από την πατρική περιουσία, και απέναντι σε όλους τους άλλους έχω τηρήσει τέτοια στάση ζωής ώστε ποτέ μέχρι τώρα να μην δώσω καμία αφορμή παραπόνου ούτε σ’ ένα (συμπολίτη μου).
11.   Και τις ιδιωτικές μου υποθέσεις έτσι έχω ρυθμίσει. Σχετικά με το δημόσιο βίο πιστεύω ότι για μένα αυτό είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της κοσμιότητας μου, ότι δηλαδή, όσοι από τους νεότερους τυχαίνει να χάνουν τον καιρό τους με ζάρια ή με ποτά ή με ακολασίες τέτοιου είδους, θα δείτε ότι όλοι αυτοί είναι εχθροί μου και ότι όλοι αυτοί διαδίδουν για μένα πολλούς ανακριβείς λόγους και ότι λένε ψέματα. Κι όμως είναι φανερό , ότι αν επιθυμούσαμε τα ίδια πράγματα, δεν θα είχαν τέτοια γνώμη για μένα.
12.  Επιπλέον βουλευτές κανείς δε θα μπορούσε να αποδείξει ότι έχει γίνει για μένα ούτε ιδιωτική δίκη για αισχρά ζητήματα, ούτε έγγραφη καταγγελία, ούτε μήνυση για δημόσιο αδίκημα. κι όμως βλέπετε ότι άλλοι πολλές φορές έχουν εμπλακεί σε τέτοιου είδους δικαστικούς αγώνες. Για τις εκστρατείες λοιπόν και τους πολεμικούς κινδύνους σκεφτείτε πως συμπεριφέρομαι στην πόλη.
13.  Πρώτα δηλαδή όταν συμμαχήσατε με τους Βοιωτούς και έπρεπε να σπεύσετε σε βοήθεια στην Αλίαρτο, αν και ήμουν ορισμένος στον κατάλογο από τον Ορθόβουλο να υπηρετώ στο ιππικό, επειδή έβλεπα ότι όλοι νόμιζαν πως έπρεπε να υπάρχει ασφάλεια στους ιππείς από τη μία, ενώ από την άλλη θεωρούσαν ότι υπήρχε κίνδυνος στους οπλίτες, μολονότι άλλοι κατατάχθηκαν στο ιππικό χωρίς έλεγχο κατά παράβαση του νόμου, εγώ αφού παρουσιάστηκα, παρακάλεσα τον Ορθόβουλο να με διαγράψει από τον κατάλογο επειδή νόμιζα ότι ήταν αισχρό να εκστρατεύω αφού προετοιμάσω στον εαυτό μου ασφάλεια ενώ επρόκειτο ο λαός να εκτεθεί σε κίνδυνο. Και για χάρη μου ανέβα στο βήμα, Ορθόβουλε(και πες την αλήθεια).
14.  Όταν λοιπόν συγκεντρώθηκαν πριν από την έξοδο οι συνδημότες μου, επειδή γνώριζα πως κάποιοι από αυτούς είναι τίμιοι και πρόθυμοι (στον πόλεμο) πολίτες, αλλά στερούνται τα απαραίτητα εφόδια, είπα πως πρέπει οι εύποροι να δίνουν τα απαραίτητα σε όσους τα στερούνται. Και όχι μόνο έδινα στους άλλους τη συμβουλή αυτή, αλλά και ο ίδιος έδωσα σε δύο άνδρες από τριάντα δραχμές στον καθένα, όχι επειδή είχα πολλά χρήματα, αλλά για να γίνει αυτό παράδειγμα στους υπόλοιπους. Ανεβείτε, λοιπόν να μαρτυρήσετε για μένα.
15.  Ύστερα λοιπόν από αυτά, κύριοι βουλευτές, όταν έγινε εκστρατεία στη Κόρινθο και όλοι γνώριζαν από πριν πως θα χρειαστεί να κινδυνεύουν, αν και άλλοι οπισθοχωρούσαν, εγώ κατόρθωσα ώστε παρατεταγμένος στην πρώτη γραμμή να πολεμώ εναντίον των εχθρών.και μάλιστα αν και η δική μου φυλή νικήθηκε και πάρα πολλοί σκοτώθηκαν, αναχώρησα ύστερα από τον υπερήφανο Στειριέα, που όλους τους ανθρώπους έχει κατηγορήσει για δειλία.
16.  Και έπειτα από λίγες μέρες, μετά από (τα συμβάντα)αυτά, επειδή είχαν καταληφθεί οχυρές θέσεις στην Κόρινθο, ώστε οι εχθροί να μην μπορούν να περάσουν (τον Ισθμό), και επειδή ο Αγησίλαος εισέβαλε στη Βοιωτία, αφού οι άρχοντες αποφάσισαν να αποσπάσουν μερικά τάγματα στρατού για να βοηθήσουν(αυτούς που μάχονταν στη Βοιωτία), αν και όλοι φοβούνταν-εύλογα, βουλευτές, βουλευτές.γιατί  ήταν φοβερό ενώ προηγουμένως μόλις και μετά βίας είχαμε σωθεί, να ριχτούμε τώρα σε άλλο κίνδυνο-εγώ αφού παρουσιάστηκα στον ταξίαρχο(της φυλής μου) τον προέτρεπα να στείλει το δικό μου τάγμα χωρίς να κάνει κλήρωση
17.  Επομένως αν μερικοί από εσάς οργίζονται εναντίον εκείνων οι οποίοι έχουν την αξίωση να ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα, αποφεύγουν όμως τις πολεμικές περιπέτειες, βεβαίως δεν είναι δυνατόν να έχουν για μένα την ίδια γνώμη, γιατί όχι μόνο τις διαταγές των αρχόντων εκτέλεσα με προθυμία αλλά τολμούσα να κινδυνεύω (να επιζητώ τους κινδύνους). Και τα διέπραξα αυτά, όχι γιατί νόμιζα ότι είναι ακίνδυνο να πολεμά κάποιος με τους Λακεδαιμονίους, αλλά για να βρω όλο το δίκιο μου, εάν ποτέ βρισκόμουν άδικα σε κίνδυνο (σε επικίνδυνη δικαστική θέση) θεωρούμενος από εσάς, εξαιτίας αυτών, πολίτης καλός. Και παρακαλώ ανεβείτε στο βήμα για να μιλήσετε για αυτά.
18.  Ποτέ ως τώρα δεν παραμέλησα καμιά από τις υπόλοιπες εκστρατείες και φυλάξεις φρουρίων, αλλά σε όλη τη διάρκεια (της στράτευσης μου) διαρκώς εκστράτευα μαζί με τους πρώτους αλλά αναχωρούσα μαζί με τους τελευταίους. Λοιπόν πρέπει αυτούς που διαχειρίζονται τα πολιτικά πράγματα με φιλοτιμία και  κοσμιότητα να τους εξετάζετε με βάση αυτού του είδους τα πράγματα, όχι όμως, αν κάποιος έχει μακριά μαλλιά, να τον μισείτε για αυτό.γιατί αυτού του είδους οι συνήθειες δεν βλάπτουν ούτε τους απλούς πολίτες, ούτε το δημόσιο, ενώ από αυτούς που θέλουν να διατρέχουν κίνδυνο απέναντι στους εχθρούς ωφελείστε όλοι εσείς εν γένει.
19.  Επομένως δεν αξίζει, κύριοι βουλευτές, ούτε να αγαπάμε , ούτε να μισούμε κανένα για την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά να τον εξετάζουμε από τις πράξεις του.γιατί πολλοί αν και συνομιλούν με χαμηλή φωνή και ντύνονται κόσμια, έχουν γίνει υπαίτιοι μεγάλων κακών, ενώ άλλοι αν και παραμελούν αυτά τα πράγματα έχουν κάνει σε σας πολλά καλά.
20.  Κατάλαβα όμως τώρα , κύριοι βουλευτές, ότι κάποιοι δυσαρεστούνται με εμένα και εξαιτίας αυτών, επειδή δηλαδή όταν ήμουν πιο νέος επιχείρησα να αγορεύσω ενώπιον της εκκλησίας του δήμου. Εγώ πρώτα μεν αναγκάστηκα να αγορεύσω δημόσια  για υπεράσπιση των προσωπικών μου υποθέσεων, έπειτα όμως και εγώ ο ίδιος κρίνω ότι επέδειξα μεγαλύτερη φιλοδοξία από όσο πρέπει, από τη μία επειδή συλλογιζόμουν ότι οι πρόγονοι μου καθόλου δεν είχαν σταματήσει να ασχολούνται με τα πολιτικά.
 21. Από την άλλη επειδή έβλεπα εσάς (γιατί πρέπει να λέω την αλήθεια) να νομίζετε ότι μόνο αυτού του είδους οι άνθρωποι (που ασχολούνται με τα πολιτικά) έχουν κάποια αξία (είναι άξιοι για κάτι), ώστε ποιος δεν θα μπορούσε να παρακινηθεί να πράττει και να αγορεύει υπέρ της πόλης, όταν βλέπει εσάς να έχετε αυτή την άποψη; Επιπλέον γιατί θα ενοχληθείτε με αυτού του είδους τους ανθρώπους (που ασχολούνται με τα δημόσια); Δεν θα κρίνουν άλλοι για αυτούς αλλά εσείς.





ΣΧΟΛΙΑ

Γενικά:
   Ο Μαντίθεος πιστεύει ότι από την συκοφαντική τιμωρία σε βάρος του τελικά θα ωφεληθεί, διότι λογοδοτώντας για τις πράξεις της ζωής του θα αποδείξει ότι είναι αθώος και θα αποκτήσει επιπλέον τη συμπάθεια της Βουλής, η οποία θα εγκρίνει τη βουλευτική του εκλογή.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  1


  «τοις κατηγόροις»: Κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του νέου βουλευτή από την προηγούμενη βουλή, οποιοσδήποτε από τους Αθηναίους πολίτες θα μπορούσε να παρουσιαστεί και να κατηγορήσει τον υποψήφιο. Στο συγκεκριμένο λόγο, ο Μαντίθεος έχοντας εκλεγεί με κλήρο στους βουλευτές της φυλής του και δοκιμαζόμενος από τη Βουλή κατηγορείται ότι υπηρέτησε τους Τριάκοντα ως ιππεύς.

  «πολλήν αν αυτοις χάριν ειχον ταύτης της κατηγορίας»: Με τρόπο απρόσμενο, αναπάντεχο και κυρίως παρά την προσδοκία των ακροατών, ο Μαντίθεος δηλώνει την ευγνωμοσύνη του στους κατηγόρους. Πρόκειται για τέχνασμα του Λυσία-άλλωστε το έχει ήδη χρησιμοποιήσει και στον «Υπέρ αδυνάτου» λόγο-που έχει σκοπό να εντυπωσιάσει, να κεντρίσει το ενδιαφέρον της βουλής και κατεπέκταση να κερδίσει τη συμπάθεια των βουλευτών.

  «τοις κατηγόροις βουλομένοις εκ παντός τρόπου κακως εμέ ποιειν»: Το «βουλομένοις» δείχνει την πρόθεση των κατηγόρων  και το «κακως εμε ποιειν» το αντικείμενο της πρόθεσής τους. Ο Μαντίθεος είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι οι κατήγοροι είναι μοχθηροί άνθρωποι που έχουν σκοπό να τον βλάψουν με οποιονδήποτε μέσο, όπως δείχνει ο εμπρόθετος «εκ παντός τρόπου». Αυτό είναι, κατά τη γνώμη του, το βαθύτερο αίτιο της κατηγορίας. Η κατηγορία τους δεν ευσταθεί, είναι ψεύτικη και αναληθής και με τον τρόπο αυτό ο Μαντίθεος πετυχαίνει εκ προοιμίου να μειώσει τους κατηγόρους του και να κλονίσει την αξιοπιστία τους.

  «τοις αδίκως διαβεβλημενοις»: Στην αρχαία Αθήνα η συκοφαντία ήταν πολύ διαδεδομένη. Ορισμένοι μάλιστα συκοφάντες, όπως μας πληροφορεί ο Ξενοφώντας στα «Ελληνικά» ζούσαν από τη συκοφαντία αποσπώντας χρηματικά ποσά από συνανθρώπους τους, που τους απειλούσαν με καταγγελίες και δικαστικές περιπέτειες. Κατατάσσοντας τον εαυτό τους στους «αδίκως διαβεβλημένους» προκαλεί τη συμπάθεια των δικαστών, ενώ από την άλλη μειώνει και πάλι ηθικά τους κατηγόρους παρουσιάζοντάς τους ως κοινούς συκοφάντες

  «τούτους είναι μεγίστων αγαθων αιτίους…»: Η παράδοξη εκδήλωση ευγνωμοσύνης προς τους κατήγορους χρειάζεται αιτιολόγηση η οποία και δίνεται με αυτήν την άποψη του Μαντίθεου. Οι κατήγοροι δίνουν στον κατηγορούμενο την ευκαιρία, έστω και αν η πρόθεσή τους δεν ήταν αυτή, να μιλήσει για την έντιμη ζωή του και να αποδείξει ότι αξίζει να γίνει βουλευτής.

  «εις ελεγχον των αυτοις βεβιωμένων καταστηναι»: Οι «δοκιμαζόμενοι» ήταν υποχρεωμένοι να αναφερθούν στο δημόσιο και στον ιδιωτικό βίο τους, ο οποίος, κατά την αθηναϊκή νομοθεσία έπρεπε να είναι άριστος. Κάποια από τα στοιχεία της προσωπικότητας των υποψηφίων που ελέγχονταν με τη διαδικασία της «δοκιμασίας» ήταν η εντιμότητα, η ευσέβεια, η συμπεριφορά απέναντι στους γονείς, η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων και η ανταπόκριση στις φορολογικές υποχρεώσεις απέναντι στην πόλη.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  2


  «εγώ γάρ ουτω σφόδρα εμαυτω πιστεύω»: Στην πρώτη αυτή πρόταση ο Μαντίθεος εκφράζει –με τρόπο αλαζονικό –την αυτοπεποίθησή του. Το μέγεθός της δηλώνεται από την εμφαντική παρουσία του υποκειμένου «εγώ» , τον ποσοτικό επιρρηματικό προσδιορισμό σφόδρα, που ενισχύει τη σημασία του «πιστεύω», τον ποσοτικό επιρρηματικό προσδιορισμό ουτω, που ενισχύει τη σημασία του «σφόδρα». Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να προϊδεάσει τους βουλευτές και να δημιουργήσει εύλογο ενδιαφέρον για όσα πρόκειται να εκθέσει στη συνέχεια.

  «ώστε ελπίζω – μεταμελήσεις αυτω και …ηγήσεσθαι»: Η συμπερασματική αυτή πρόταση εκφράζει το αποτέλεσμα της μεγάλης αυτοπεποίθησης του ρήτορα και τα απαρέμφατα εκφράζουν το περιεχόμενο των προσδοκιών του. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα απαρέμφατα  μεταμελήσειν  και ηγήσεσθαι δεν τέθηκαν αμέσως μετά το ρ. «ελπίζω» από το οποίο εξαρτώνται (σχήμα υπερβατό) η τοποθέτησή τους στο τέλος της περιόδου είχε ως αποτέλεσμα να εξαρθεί το νόημά της και να ενταθεί η προσοχή των δικαστών.

  «και ει τις προς με τυγχάνει αηδως (η κακως) διακείμενος»: Ο Μαντίθεος ήταν ολιγαρχικός και μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του ανήκε στους λεγόμενους «λακωνίζοντας». Γι’ αυτός ακολουθούσε το σπαρτιατικό τρόπο ένδυσης και είχε μακριά μαλλιά, σε αντίθεση με τους Αθηναίους της εποχής του που είχαν κοντά μαλλιά (βλ. και § 18) . Όπως επίσης τονίζει στην §19, αδιαφορούσε για την εξωτερική του εμφάνιση αυτή ενοχλούσε ορισμένους φανατικούς δημοκρατικούς και κάποιοι μάλιστα τον μισούσαν και τον εχθρεύονταν.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  3


  «αξιω δε … χείρους είναι»: Στην περίοδο αυτή ο ρήτορας καθορίζει ως προϋποθέσεις  για την ανάληψη των βουλευτικών καθηκόντων την πίστη στη δημοκρατία αλλά και τη συμμετοχή στους αγώνες για το δημόσιο συμφέρον και τη μετριοπάθεια στον ιδιωτικό και στο δημόσιο βίο. Αυτές τις ιδιότητες θα προσπαθήσει να αποδείξει ότι τις διαθέτει, δεδομένου ότι και η αθηναϊκή νομοθεσία τις θεωρούσε απαραίτητες για έναν κρατικό λειτουργό.

   Επιτυχής  η χρήση των ρημάτων "αξιω" και "δέομαι". Η αξίωση του Μαντίθεου να μην εγκριθεί η εκλογή του μονό με την αποδεδειγμένη πίστη του στο δημοκρατικό πολίτευμα καταδεικνύει το σεβασμό του για το θεσμό της δοκιμασίας. Η παράκλησή του τέλος και όχι η αξίωσή του προς τους βουλευτές να εγκρίνουν την εκλογή του και να σχηματίσουν τη δέουσα εικόνα προς τους κατηγόρους του εφόσον αποδείξει και το «μετρίως βεβιωκώς» αποτελεί δείγμα σεβασμού προς τη βουλή και προϊδεάζει ανάλογα τους βουλευτές.


  «τοις καθεστηκόσι πράγμασι»: Εννοεί τη δημοκρατία. Ο Μαντίθεος αν και είναι ολιγαρχικός, θεωρεί τον εαυτό του δημοκρατικό, ως αντίπαλο των τυράννων, διότι «παν το εναντιούμενον τω δυναστεύοντι δημος ωνόμασται» (Θουκ. (Ι,89).

  «των αυτων κινδύνων»: Εννοεί την περίπτωση απειλής του πολιτεύματος.

  «μηδέν πω μοι πλέον είναι»: Θέλει να μην επικυρώσουν οι βουλευτές την εκλογή του αρκούμενοι σε αυτές μόνο τις αποδείξεις, αλλά να περιμένουν και άλλες για τη ζωή του.

  «περί τα αλλα»: Γίνεται αναφορά στις άλλες εκφάνσεις του βίου του, και του ιδιωτικού και του δημοσίου εκτός από την ευπείθεια στο παρόν καθεστώς αναφέρεται στα σχετικά με τον πόλεμο (§13-16), τα καθήκοντα προς τους γονείς (§ 10) και τη φιλανθρωπία του προς τους άλλους (§  14).

  «μετρίως βεβιωκώς»: Βασικό ιδανικό για τον τρόπο σκέψης των αρχαίων Ελλήνων ήταν το «μέτρον»: απέφευγαν καθετί ακραίο στις ιδιωτικές και τις δημόσιες σχέσεις τους, σε στοιχεία της καθημερινής ζωής τους ακόμη και στην τέχνη ή τη λογοτεχνία τους. Το ιδανικό του μέτρου προσδιοριζόταν με το αφηρημένο ουσιαστικό «σωφροσύνη» και με την παροιμιακή έκφραση «μηδέν αγαν». Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Αθηναίοι απαιτούσαν τη ζωή με μέτρο ιδίως από τους πιο ευκατάστατους ή πιο προικισμένους πολίτες, προκειμένου να αποφεύγεται η περιθωριοποίηση των λιγότερο χαρισματικών πολιτών.

  «πολύ παρά την δόξαν»: Ο Μαντίθεος θα αποδείξει ότι έχει ζήσει κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό από τη «φήμη», δηλαδή την κακή φήμη την οποία οι κατήγοροί του προσπαθούν να του αποδώσουν.

  «ιππείς»: Πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, Στην Αθήνα χρησιμοποιούνταν ελάχιστα το ιππικό. Ωστόσο, από το 431 και έως το έλος του 4ου  αι. π.Χ. υπήρχε στην πόλη δύναμη 1000 ιππέων. (Οι ιππείς αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με την τάξη των ιππέων, το όνομα της οποίας ήταν κατάλοιπο από την εποχή που όλοι οι αριστοκράτες ήταν ιππείς).
   Οι ιππείς ήταν μέλη από τις δύο ανώτερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις  (πεντακοσιομεδίμνους και τριακοσιομεδίμνους), τα οποία επέλεγαν δέκα «καταλογείς»  Το ιππικό μετείχε στον πόλεμο, έπαιζε όμως σημαντικό ρόλο και στις γιορτές της πόλης. Ήταν τιμή η εμφάνιση στις γιορτές με άψογα εκπαιδευμένα άλογα και άρτιο εξοπλισμό. Το γεγονός αυτό, όμως και το ότι στην περίοδο του πολέμου η θητεία ήταν λιγότερο επικίνδυνη, ωθούσε τους πιο φιλόδοξους νέους ευγενείς να αναζητούν συμμετοχή στο ιππικό σπανίως, κάποιοι ζητούσαν από τη βουλή να εξαιρεθούν για ένα ή περισσότερα χρόνια. Τα νέα μέλη του ιππικού κάθε χρόνο περνούσαν από «δοκιμασία» ενώπιον της Βουλής.
   Κάθε ιππέας εξόπλιζε το άλογό του από μόνος του, και σε καιρό ειρήνης το κρατούσε σε δικό του στάβλο. Ωστόσο, και σε περίοδο ειρήνης και κατά τη διάρκεια του πολέμου εισέπραττε ένα προκαθορισμένο ποσό για τη φύλαξη του αλόγου. Επίσης το κράτος του εξασφάλιζε κι ένα επιπλέον ποσό (κατάστασις) για τον απαραίτητο εξοπλισμό.

  «ως ουχ ιππευον»: Ο Μαντίθεος θα αποδείξει πρώτα τα δημοκρατικά του φρονήματα. Η κατηγορία ήταν βαρύτατη γιατί οι ιππείς κατά την περίοδο διακυβέρνησης των τριάκοντα θεωρούνταν εχθροί του δημοκρατικού πολιτεύματος και συνένοχοι της τυραννίας των τριάκοντα, μιας και υπήρξαν όργανα της εξουσίας τους. Γνωρίζουμε επίσης ότι για πολλά χρόνια μετά το 403 π.Χ. όσοι είχαν διατελέσει ιππείς κατά την περίοδο αυτή ήταν μισητοί στο δήμο. Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από τα «Ελληνικά» του Ξενοφώντα: «ητήσατο δ’ ο Θίβρων και παρ’ Αθηναίων τριακοσίους ιππέας, ειπών, ότι αυτός μισθόν παρέξει. Οι δ’ επεμψαν των επί των Τριάκοντα ιππευσάντων, νομίζοντες κέρδος τω δήμω, ει αποδημοιεν και εναπόλοιντο».Γενικά πάντως ο δήμος θεωρούσε τους ολιγαρχικούς ιππείς επικίνδυνους και το δημοκρατικό πολίτευμα.(πρβλ. Αριστοτέλη, «Πολιτικά» 6,3,: «επί των αρχαίων οσαις πόεσιν εν τοις ιπποις δύναμις ην, ολιγαρχίαι παρά τούτοις ησαν»).

  «επί των τριάκοντα»: Οι τριάντα τύραννοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα από το Σεπτέμβριο του 404 π.Χ. ως  το τέλος Απριλίου του 403 π.Χ. Τους επέβαλε στη νικημένη Αθήνα με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ο Σπαρτιάτης Λύσανδρος. Επρόκειτο για Αθηναίους που ανήκαν στο ολιγαρχικό κόμμα, τόση όμως ήταν η βία και η αυθαιρεσία που χρησιμοποίησαν ώστε επονομάστηκαν «τύραννοι». Στην αρχή στράφηκαν κατά των συκοφαντών που υπήρχαν στην Αθήνα και αυτό ικανοποίησε το κοινό αίσθημα. ΄Έπειτα όμως στράφηκαν και κατά των αγαθών πολιτών, άλλους από τους οποίους καταδίκαζαν σε θάνατο και άλλους εξόριζαν, για να αρπάζουν στη συνέχεια τις περιουσίες τους. Αφόπλισαν όλους τους πολίτες εκτός από 3000 ομοϊδεάτες τους. Ανάμεσα στους τριάκοντα ο πιο μετριοπαθής ήταν ο Θηραμένης, ο οποίος γι’ αυτό ακριβώς καταδικάστηκε να πιει το κώνειο, σύμφωνα με πρόταση του παλιού του φίλου και αρχηγού των Τριάκοντα, Κριτία.

  «της τότε πολιτείας»:  Ονομάζει  «πολιτεία» κατ’ ευφημισμόν το πολίτευμα επί των Τριάκοντα.



  ΥΦΟΛΟΓΙΚΑ-ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ


 Οι §1-3 αποτελούν το προοίμιο του λόγου. Στο προοίμιο ο ρήτορας επιδιώκει να προκαλέσει την προσοχή των δικαστών (προσεξις) για να δημιουργήσει κλίμα ευνοϊκό για τον εαυτό του και δυσμενές για τον αντίπαλο (εύνοια ή captatio benevolentiae) και να κατατοπίσει τους δικαστές για την εκδικαζόμενη υπόθεση (ευμάθεια). Στο τέλος του προοιμίου υπάρχει η πρόθεσις, η σύντομη δηλαδή έκθεση του θέματος (εδώ, η πρόθεσις είναι η τελευταία περίοδος της τρίτης παραγράφου:πρωτον δε….πολιτειας, όπου εκθέτει με συντομια το κατηγορητήριο).

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  1


  «Ει μη…..της κατηγορίας»: εκφράζεται η βεβαιότητα του Μαντίθεου για την πρόθεση της κατηγορίας, δίνεται μια πρώτη εικόνα της αυτοπεποίθησής του, με τον τρόπο αυτό ο ομιλητής προσπαθεί να μειώσει τους κατηγόρους του. Επιπλέον χρησιμοποιείται ένα έξυπνο παράδοξον, στοιχείο πρωτοτυπίας και εντυπωσιασμού, προκειμάνου ο ομιλητής να εξασφαλίσει την εύνοια και προσοχή των βουλευτών: εκφράζει την – υπό προϋποθέσεις – ευγνωμοσύνη του προς τους κατηγόρους, την οποία αιτιολογεί στην επόμενη ημιπερίοδο: «ηγουμαι……καταστηναι».


ΠΑΡΑΓΡΦΟΣ  2

  «Εγώ γάρ ουτω σφόδρα….ηγησεσθαι»: εκφράζεται η αυτοπεποίθηση και η ελπίδα του Μαντίθεου ότι θα μεταστρέψει την εις βάρος του δυσμενή εντύπωση. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να προϊδεάσει τους βουλευτές και να δημιουργήσει εύλογο ενδιαφέρον για όσα πρόκειται να εκθέσει στη συνέχεια.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  3


  «αξιω δε, ω βουλή, εάν μέν……πλέον είναι εάν δε….χείρους είναι»: Μέσα από δύο αντιθέσεις που αλληλοεμπλέκονται, επιχειρεί να καταδείξει α) ότι είναι άξιος της συμμετοχής τουτο βουλευτικό αξίωμα, όχι μόνο λόγω δημοκρατικής διαγωγής, αλλά κυρίως λόγω του σωστού χαρακτήρα (ηθος) του, β) ότι ο ίδιος είναι ανώτερος από τους κατηγόρους του.


Το προοίμιο του συγκεκριμένου λόγου δεν έχει ρητορικούς εξωραϊσμούς. Η γλώσσα είναι επιβλητική, πειστική και φυσική. Η εύνοια, η πρόσεξις και η ευμάθεια υπηρετούνται από τη συντομία, την ακρίβεια, τη λιτότητα, την ενάργεια και πειστικότητα του προοιμίου. Τέλος η προσαρμογή του λόγου προς το ήθος του ρήτορα προσδίδει φυσικότητα.

ΣΧΗΜΑΤΑ



§  Απροσδόκητο ή «παρά προσδοκίαν»
Ει μη συνηδη…της κατηγορίας

§  Υπερβολή
Εγώ γάρ ουτω σφόδρα εμαυτω πιστεύω…ηγήσεσθαι

§  Υπόσταση
Ουτω σφόδρα εμαυτω πιστεύω, ωστ’ελπίζω
(Το σχήμα της υπόστασης στα ν.ε αποδίδεται με τις μορφές:τόσος…ώστε /που, τέτοιος…ώστε / που, τόσο…όσο)

§  Αντιθέσεις
Εάν μεν τουτο μόνον …εάν δε φαίνωμαι
Εμέ μέν δοκιμάζειν, τούτους δε…είναι
Η αντίθεση υποδηλώνει την τελική επιδίωξη του ομιλητή, ηθική καταξίωσηγια τον ίδιο και μείωση των κατηγόρων ως συκοφαντών. Βέβαια την ικανοποίηση της παράκλησής του την εξαρτά από την προϋπόθεση εάν δε φαίνωμαι και περί τα αλλα μετρίως βεβιωκώς και πολύ παρά την δόξαν και παρά τους λόγους τους των εχθρών

§  Πολυσύνδετο
Ουχ ιππευον ουδ’επεδήμουν…ουδέ μετέσχον




ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΗΘΗ

   Ηθος ομιλητή:    ίστη στο δημοκρατικό πολίτευμα
                                  -άμεμπτος χαρακτήρας στις ιδιωτικές και δημόσιες σχέσεις του
                                  -σεβασμός στο θεσμό της δοκιμασίας
                                  -αισιόδοξος για την έκβαση της δοκιμασίας
   ηθος αντιπάλων:  -κακόβουλοι και δολοπλόκοι επιβουλεύονται τους ενάρετους πολίτες

ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΠΑΘΗ

Ο ρήτορας επιτυγχάνει από την αρχή να διεγείρει στις ψυχές των ακροατών του αγανάκτηση και οργή εναντίον των κατηγόρων  και να ενσπείρει υποψίες για τα πραγματικά τους κίνητρα, κλονίζοντας έτσι την ειλικρίνεια των προθέσεών τους και την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου τους.


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
 «μεθισταμένης της πολιτείας»:( η εγκαθίδρυση της τυραννίας): Μετά την επικράτηση των Λακεδαιμονίων στον Πελοποννησιακό πόλεμο, τα αφοσιωμένα στην Αθήνα δημοκρατικά καθεστώτα τα αντικατέστησαν Σπαρτιάτες αρμοστές και τυραννικές δεκαρχίες, που κυβερνούσαν απολυταρχικά και χωρίς κανένα σεβασμό στα πάτρια νόμιμα των Ελλήνων.
Στην Αθήνα η μεταβολή του πολιτεύματος βασίστηκε σε δύο προτάσεις, τις οποίες κλήθηκε ξαφνικά η εκκλησία του δήμου να εγκρίνει. Την πρώτη από αυτές διατύπωσε ο Δρακοντίδης, και σύμφωνα με αυτήν η εκκλησία του δήμου εκαλείτο να εγκρίνει μεταβολή του πολιτεύματος. Τη δεύτερη την εισήγαγε ο Θηραμένης, και όριζε ότι θα εκλέγονταν 30 πολίτες με σκοπό τη σύναξη νέου πολιτεύματος. Οι δημοκρατικοί αντιστάθηκαν ισχυριζόμενοι ότι αυτές οι προτάσεις ήταν αντίθετες στις διατάξεις του αρχικού κειμένου συνθηκολόγησης, το οποίο ο Λύσανδρος και οι Αθηναίοι θα διατηρούσαν το πατροπαράδοτο πολίτευμα. Ο Λύσανδρος τότε πήρε το ΄λόγο και απείλησε ωμά τους δημοκρατικούς ότι θα χρησιμοποιήσει βία αν δεν δεχτούν αυτούς τους όρους, κατηγορώντας τους μάλιστα ως παράσπονδους (Λυς. 12.74) επειδή δεν είχαν αποπερατώσει την κατεδάφιση των τειχών στον προκαθορισμένο χρόνο (βλ. και το προηγούμενο σχόλιο). Αρκετοί δημοκρατικοί αποχώρησαν από την συνέλευση, οι εναπομείναντες. Όμως, μαζί με τους εχθρούς της δημοκρατίας, υποχρεώθηκαν να υπερ-ψηφίσουν τις δύο προτάσεις. Στη συνέχεια η εκκλησία εξέλεξε τους 30 άρχοντες (3 από κάθε μία από τις 10 φυλές της Αττικής), χωρίς και εδώ να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, τους 30 άρχοντες που πρότεινε η ομάδα του Κριτία – του σκληρότερου ανάμεσα στους Τριάκοντα, ο οποίος ήταν συγγενής του Πλάτωνα και μαθητής του Σωκράτη – άλλους 10 πρότεινε η παράταξη του Θηραμένη, κι μόνο οι υπόλοιποι 10 εξελέγησαν ανάμεσα στους παρόντες (Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 404 π.Χ)

           «πρίν τους Φυλης….πένθ’ημεραις»: (: η αποκατάσταση της δημοκρατίας): Πολλοί φυγάδες, βαθύτατα δυσαρεστημένοι και οργισμένοι από την αδίστακτη και απερίσκεπτη πολιτική των Τριάκοντα, συγκεντρώνονταν στη Θήβα, στα Μέγαρα, στην Κόρινθο και στο Άργος. Στη Θήβα είχε καταφύγει και ο Θρασύβουλος, ο οποίος μαζί με το συστράτηγό του Θράσυλο είχε αποκαταστήσει τη δημοκρατία το 411 π.Χ μετά από ένα βραχύβιο ολιγαρχικό πραξικόπημα. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής της αντίδρασης των δημοκρατιών κατά της νέας, χειρότερης, τυραννίας του Κριτία. Πέρασε λοιπόν τα σύνορα με 70 περίπου άνδρες μόνο και κατέλαβε το οχυρό φρούριο της Φυλής Ν.Δ της Πάρνηθας. Με αυτούς τους άνδρες απέκρουσε την επίθεση ενός αποσπάσματος νεαρών που είχαν στείλει οι Τριάκοντα, και αργότερα, όταν οι άνδρες του, συρρέοντας από τη διασπορά αλλά και από την Αττική, έγιναν 700, έκανε αιφνιδιαστική επίθεση στο στρατόπεδο των ολιγαρχικών, όπου σκοτώθηκαν αρκετοί τυραννόφιλοι και οι άλλοι υποχώρησαν – γεγονός που ανάγκασε τους Τριάκοντα να πάρουν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας στην Αθήνα. Όταν οι δημοκρατικοί της Φυλής έγιναν 1000. ο Θρασύβουλος τους οδήγησε μια νύχτα στον Πειραιά ( πιθανώς Μάιο του 403 π.Χ). εναντίον τους κινήθηκαν οι Τριάκοντα και ο Σπαρτιάτης αρμοστής με το στρατό κατοχής. Οι δημοκρατικοί συγκεντρώθηκαν στη Μουνιχία, οχυρό του Πειραιά, όπου οι ολιγαρχικοί δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν την αριθμητική τους υπεροχή και αντιμετωπίστηκαν με πλήρη επιτυχία από τους δημοκρατικούς. Κατά τη συμπλοκή σκοτώθηκαν ο Κριτίας και ο Ιππόμαχος από τους Τριάκοντα, ο Χαρμίδης από τους 10 άρχοντες του Πειραιά και άλλοι 70 ολιγαρχικοί. Το πλήγμα ήταν βαρύτατο για τους τυράννους, και την επόμενη μέρα μια δεκαρχία μετριοπαθέστερων ολιγαρχικών ανέλαβε την διακυβέρνηση της πόλης, ενώ όσοι από τους Τριάκοντα απέμειναν αποσύρθηκαν στην Ελευσίνα με λίγους οπαδούς τους. Στο διάστημα από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο του 403 οι δημοκρατικοί του Πειραιά και οι ολιγαρχικοί της Αθήνας έδωσαν μερικές μάχες με απώλειες εκατέρωθεν. Τελικά, με πρωτοβουλία του Σπαρτιάτη βασιλιά Παυσανία, οι δύο αντίπαλοι αποδέχθηκαν κοινούς όρους συνδιαλλαγής. Έτσι ο εμφύλιος τερματίστηκε και η δημοκρατία αποκαταστάθηκε (Σεπτ. 403 π.Χ), το πολίτευμα. Όμως, δεν ήταν το ίδιο μ’ εκείνο που είχε καταλυθεί ένα χρόνο νωρίτερα, επικεφαλής του κράτους τοποθετήθηκαν 20 άνδρες – κάτι που δεν προβλεπόταν από το προηγούμενο δημοκρατικό σύνταγμα – με εντολή να κυβερνήσουν ώσπου να συνταχθούν νέοι νόμοι.



ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  5


  «εις τοιουτον καιρόν»: Οι περιστάσεις ήταν εξαιρετικά δύσκολες για τους τυράννους κυρίως εξαιτίας της αντίδρασης των δημοκρατικών του Πειραιά υπό τον Θρασύβουλο. Αντιμετώπιζαν, όμως, οι Τριάκοντα και άλλα σοβαρά προβλήματα, όπως το διαρκώς ογκούμενο αντιολιγαρχικό ρεύμα και η λαϊκή οργή για τις αδικίες και τα εγκλήματά τους, ή οι διενέξεις και οι αντιδράσεις που λάμβαναν χώρα στις τάξεις τους. 

  «ουτε ημας εικος ην…επιθυμειν μετέχειν των αλλοτρίων κινδύνων»: Αυτό είναι το πρώτο επιχείρημα του Μαντίθεου για τη μη ανάμειξη αυτού και του αδελφού του στην τυραννική διακυβέρνηση των Τριάκοντα εφόσον τα δύο παιδιά είχαν φύγει για τον Πόντο πριν από την εγκαθίδρυση της ολιγαρχίας, λογικό είναι κάθε απόπειρα συμμετοχής τους στους «αλλοτρίους κινδύνους», δηλ. στους κινδύνους που δικαιολογημένα διέτρεχαν οι Τριάκοντα και που μόνο αυτοί όφειλαν να υποστούν, να θεωρείται πράξη απερίσκεπτη και επικίνδυνη. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι αυτό θα συνέβαινε, υποθετικά, σε πολύ κρίσιμες στιγμές, λίγο καιρό πριν από ην πτώση των τυράννων.

  «ουτε εκεινοι φαίνονται…πολιτείας»: Ο Μαντίθεος καταθέτει τώρα το δεύτερο επιχείρημά του: οι Τριάκοντα δεν είχαν σαφώς καμία διάθεση να απονείμουν αξιώματα σε ανθρώπους που είχαν αποδημήσει κατά τη διάρκεια της ολιγαρχίας ή σε ανθρώπους που δεν μοιράστηκαν μαζί τους την ευθύνη για εγκληματικές ενέργειες κατά των δημοκρατικών. Λογικό ήταν λοιπόν ο ίδιος και ο αδελφός του, εφόσον πληρούσαν αυτές τις «προϋποθέσεις», να αποκλειστούν από κάθε αξίωμα.
Η επιχειρηματολογία του Μαντιθέου στηρίζεται, ελλείψει μαρτύρων, στα εικότα ή ενθυμήματα, δηλ. ένα ρητορικό τρόπο αποδεικτικής διαδικασίας που έχει την καταγωγή του στη ρητορική σχολή της Σικελίας, και ιδιαίτερα στον Κόρακα και στον Τεισία (για τα ενθυμήματα βλ. την Εισαγωγή του σχολικού βιβλίου, σελ.19). και παρόλο που ο Αριστοτέλης (Ρητορ. 1367 α 20) προτιμάει αυτούς τους συνεπτυγμένους απαγωγικούς συλλογισμούς από τους μάρτυρες, γιατί «ουκ εστιν εξαπατησαι τα εικότα έπ’ αργυρίω» και γιατί «ουχ αλίσκεται τα εικότα ψευδομαρτυριων», τα συγκεκριμένα επιχειρήματα του Μαντιθέου δεν είναι τόσο ισχυρά ώστε να μπορούν μόνα τους να ανατρέψουν το κατηγορητήριο (παρακάτω καταθέτει πειστικότερα επιχειρήματα). Συγκρίνοντας τώρα κανείς τα δύο αυτά επιχειρήματα από μια άλλη οπτική γωνία, διαπιστώνει εύκολα μια διαφορά, το πρώτο αναφέρεται στη στάση του Μαντιθέου και του αδελφού του, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στη στάση των Τριάκοντα. Στο πρώτο ο ομιλητής επιχειρηματολογεί ευθέως για τον εαυτό του και τον αδελφό του («ημας»), ενώ στο δεύτερο επιχειρηματολογεί έμμεσα, αναφερόμενος στη γενικότερη πολιτική των Τριάκοντα απέναντι στους «αποδημουντας» και στους «μηδέν εξαμαρτάνοντας», στους οποίους βεβαίως συμπεριλαμβάνονταν ο Μαντίθεος και ο αδελφός του.

  «τοις μηδέν εξαμαρτάνουσι»: Η πολιτική των Τριάκοντα ήταν να εμπλέκουν συστηματικά στα εγκλήματά τους όσους περισσότερους πολίτες μπορούσαν , ελπίζοντας πως οι πολίτες αυτοί θα φοβούνταν τις αντεκδικήσεις σε περίπτωση ανατροπής του τυραννικού καθεστώτος, κι έτσι θα μεταβάλλονταν σε στηρίγματά του. Αυτοί, λοιπόν, που δεν συμμετείχαν σ’ αυτές τις εγκληματικές πράξεις θεωρούνταν αυτομάτως εχθροί του καθεστώτος ή, στη καλύτερη περίπτωση, αποκλείονταν από κάθε αξίωμα.

  «αλλά μαλλον ητίμαζον…τον δημον»: Ο ομιλητής αναφέρεται γενικά σε όσους ολιγαρχικούς υπήρξαν μετριοπαθείς και δεν ενέκριναν την πολιτική τρομοκρατίας των τυράννων. Ειδικότερα, πάντως, ο Μαντίθεος πρέπει να έχει στ μυαλό του τον Θηραμένη, τον οποίο ο ίδιος ο φίλος του Κριτίας, όπως είδαμε προηγουμένως, δεν δίστασε να διατάξει να τον θανατώσουν.

  «εκεινος δ’…παρ’ αυτων»: Στην Αθήνα εκλέγονταν 10 φύλαρχοι, ένας από κάθε φυλή (Ακαμαντίδα, Αιαντίδα, Αντιοχίδα, Αιγηίδα, Ερεχθηίδα. Ιπποθωντίδα, Κεκροπίδα. Λεοντίδα, Οινηίδα και Πανδιονίδα),ως αρχηγοί των ιππέων, αντίστοιχοι των ταξιάρχων που ήταν επικεφαλής των οπλιτών. Οι φύλαρχοι βρίσκονταν κάτω από την γενική διοίκηση των δυο ιππάρχων. Όσοι εκλέγονταν με χειροτονία από τη βουλή για να υπηρετήσουν στο σώμα των ιππέων ονομαζόταν «κατάστασις». Αυτό επιστρεφόταν μέσω των φυλάρχων στο δημόσιο όταν αργότερα εκλέγονταν άλλοι ιππείς δια διαγράφονταν τα ονόματα των πρώτων. ΄Έργο των φυλάρχων ήταν να παραδίδουν στη βουλή κατάλογο όσων είχαν την υποχρέωση και την ικανότητα να ιππεύσουν. (Αργότερα, στην εποχή του Αριστοτέλη , τον κατάλογο αυτό τον παρέδιδαν  οι καταλογείς  στους ιππάρχους και τους φυλάρχους). Επίσης μέσω των φυλάρχων επιστρεφόταν στο δημόσιο ταμείο το χρηματικό ποσό των ιππέων, όταν εκλέγονταν άλλοι στη θέση τους. Μετά την πτώση της τυραννίας των Τριάκοντα το 403 π.Χ. διαλύθηκε το σώμα των ιππέων που είχαν υπηρετήσει την περίοδο της διακυβέρνησης εκείνων, οπότε έπρεπε να επιστραφεί το χρηματικό ποσό που είχαν λάβει, ιδίως για να γεμίσουν τα άδεια εκείνη την εποχή ταμεία της πόλης.



ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  7


  «εμέ τοίνυν   καταγαλόντα»: Οι σύνδικοι στην Αθήνα ήταν διορισμένοι συνήγοροι του δημοσίου με υποχρέωση να αντιπροσωπεύουν την πόλη στις δικαστικές διαμάχες και να υπερασπίζονται το δημόσιο συμφέρον. Αδιαμφισβήτητο τεκμήριο, λοιπόν, κατά τον ομιλητή, της αθωότητάς του είναι ότι κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι:
    α) αναγράφηκε στον κατάλογο από τους φυλάρχους
   β) παραδόθηκε στους συνηγόρους του δημοσίου
   γ) εισέπραξε χρηματική επιχορήγηση

  «καίτοι πασι    ζημιουσθαι»: Οι φύλαρχοι ήταν εξαιρετικά προσεκτικοί στη σύνταξη των καταλόγων, καθώς, σε περίπτωση αδυναμίας εύρεσης των υπευθύνων, θα ήταν οι ίδιοι αναγκασμένοι να καταβάλουν στο δημόσιο ταμείο το ποσό της εγγύησης.

  «ώστε πολλοί …πιστεύοιτε»: Ο Μαντίθεος εδώ καταλήγει σε λογικό συμπέρασμα  ενός πειστικού συλλογισμού. Τα  γράμματα, δηλαδή τα πρακτικά των «αναπράξεων»  στα οποία αναγράφονταν τα ονόματα των ιππέων από τους οποίους εισπράχτηκαν τα δοθέντα επιδόματα, ήταν αξιόπιστα γιατί δεν ήταν εύκολο να πλαστογραφηθούν. Αντίθετα τα σανίδια ήταν εκτεθειμένα και μπορούσε η αναγραφή κάποιου ονόματος να είναι πλαστή. Γι αυτό το λόγο, επειδή υπήρχε κίνδυνος να παραλειφθούν από τους καταλόγους κάποια ονόματα ιππέων και να αναγκαστούν να πληρώσουν οι ίδιοι οι φύλαρχοι τα οφειλόμενα από εκείνους χρήματα, η σύνταξή τους γινόταν πολύ προσεκτικά. Η παράδοση των καταλόγων αυτών ως επισήμων εγγράφων στη Βουλή απέκλειε οποιαδήποτε αλλοίωσή τους.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  8


  «ετι δε, ω βουλή,…δικιμάζεσθαι»: Η υποθετική αυτή άποψη του Μαντιθέου είναι πολύ εύστοχη. Προσπαθεί να κερδίσει τη συμπάθεια των δικαστών στηριζόμενος στο ότι πολλοί από τους παρόντες βουλευτές εκλέχτηκαν όχι μόνο στο αξίωμα αυτό αλλά και στο αξίωμα του στρατηγού και ιππάρχου, παρόλο που υπηρέτησαν στο ιππικό επί των Τριάκοντα.΄ Άρα, η «ιππεία» από μόνη της δε συνιστά αίτιο αποδοκιμασίας. ΄Έτσι ουσιαστικά ζητά και ο ίδιος να έχει ανάλογη ευνοϊκή μεταχείριση, αφού όπως ισχυρίζεται δεν προξένησε κακό σε κανένα πολίτη. Σε αντίθετη περίπτωση αφήνει να φανεί ξεκάθαρα η άνιση συμπεριφορά των δικαστών απέναντί του. (Κάτι ανάλογο συναντούμε και στο λόγο του Λυσία «Υπέρ αδυνάτου», όπου εκεί ο αδύνατος ισχυρίζεται ότι αν του στερήσουν το επίδομα, τον αδικούν σε σχέση με ΄όλους τους άλλους στους οποίους το παρέχουν).

  «ώστε μηδέν δι’ άλλο   ετόλμησάν μου καταψεύσασθαι»:  Ο Μαντίθεος εδώ εξηγεί το λόγο της απολογίας του. Ισχυρίζεται ότι το κάνει για να ελέγξει την ψευδολογία των κατηγόρων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι είναι εχθρός του δημοκρατικού πολιτεύματος αφού υπήρξε ιππεύς επί των Τριάκοντα.

  «ανάβηθι … μαρτύρησον»: Οι μάρτυρες για να ακούγονται καλύτερα ανέβαιναν σε ένα μικρό βάθρο, το πόδιον. Εδώ ο σκοπός του μάρτυρα είναι να επιβεβαιώσει το χρόνο επιστροφής του Μαντίθεου στην Αθήνα.

  «στρατηγούς»: Οι δέκα στρατηγοί ασκούσαν την εκτελεστική εξουσία στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. Η στρατηγία (όπως άλλωστε και τα άλλα αξιώματα) είχε διάρκεια ενός έτους ωστόσο δινόταν η δυνατότητα να ανανεώνεται. ΄Έτσι πολλοί σημαντικοί άνδρες όπως ο Κίμωνας ή ο Περικλής παρέμειναν στο αξίωμα αυτό για πολλά χρόνια. ΄Έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη χάραξη της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και οι περισσότεροι ήταν μεγάλες προσωπικότητες. Φρόντιζαν για τη στρατολογία επέβλεπαν τις στρατιωτικές λειτουργίες και εισφορές και επαγρυπνούσαν για την ασφάλεια της χώρας. Είχαν το δικαίωμα να συγκαλούν τη Βουλή, όταν το έκριναν αναγκαίο. Στις ναυτικές εκστρατείες οι στρατηγοί ήταν συγχρόνως και ναύαρχοι. Στο τέλος της κάθε χρονιάς ήταν υποχρεωμένοι να λογοδοτούν, όπως όλοι οι άρχοντες της πόλης. ΄Έτσι οι ευφυείς πολιτικοί που πήραν το αξίωμα δεν έκαναν κατάχρηση της εξουσίας που τους είχε δώσει ο λαός . Η εκλογή των 10 στρατηγών γινόταν στην Πνύκα, σε μια συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου, με ανάταση των χεριών (χειροτονειν), να έχουν νόμιμα τέκνα και γαιοκτησία. Πριν από το τελικό στάδιο της εκλογής τους, οι υποψήφιοι αναλάμβαναν έναν κοπιαστικό αγώνα για να πείσουν τους Αθηναίους να τους δώσουν το ύπατο αξίωμα το αξίωμα ήταν τιμητικότατο, αποτελούσε μάλιστα καύχημα για τα παιδιά να κατάγονται από πατέρα που είχε διατελέσει στρατηγός.

  «ιππάρχους»:  Η εκλογή των δύο ιππάρχων γινόταν από την Εκκλησία του Δήμους με χειροτονία και οι εκλεγόμενοι έπρεπε να διαθέτουν εμπειρία στην εκπαίδευση και άσκηση των ιππέων να καλπάζουν και να πολεμούν, στην οργάνωση των ιππικών ταγμάτων και στη δοκιμασία των ίππων.




   ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

   Η ανασκευή των κατηγοριών δε γίνεται με την ίδια σειρά με την οποία εκτίθενται στο προοίμιο. Ο Μαντίθεος αποδεικνύει πρώτα πως «ουκ επεδήμει επί των Τριάκοντα» κατόπιν πως «ου μετέσχε της τότε πολιτείας» και τέλος πως «ουχ ιππευσε». Ακολουθεί δηλ. η ρητορική αρχή, σύμφωνα με την οποία τα επιχειρήματα κλιμακώνονται από τα ασθενέστερα προς τα ισχυρότερα, έτσι ώστε μετά την ολοκλήρωση της επιχειρηματολογίας να παραμένει στους ακροατές η εντύπωση του πλέον ισχυρού επιχειρήματος. Πράγματι, η πιο σοβαρή κατηγορία εναντίον του είναι η «ιππεία», για την οποία οι αντίπαλοί του έχουν ισχυρά τεκμήρια και για την ανασκευή της οποίας ο Μαντίθεος .έχει και τα πλέον ισχυρά επιχειρήματα.


ΗΘΗ


   Α) Το ήθος του ομιλητή έχει ήδη διαγραφεί στο προοίμιο. Με απλότητα και σαφήνεια ο Μαντίθεος ανατρέπει τις εναντίον του κατηγορίες. Αξιοσημείωτο είναι πως δεν κολακεύει τους ακροατές του και υπερασπίζεται με τόλμη και αξιοπρέπεια την τάξη των ιππέων απέναντι στις προκαταλήψεις που τους θεωρούσαν όλους εχθρούς του δημοκρατικού πολιτεύματος και υπόπτους για τυραννικά φρονήματα.

   Β) Στο ήθος των αντιπάλων του ο Μαντίθεος αναφέρεται, αφού έχει ολοκληρώσει την ανασκευή της εναντίον του κατηγορίας για να αποδείξει για άλλη μια φορά πως οι αντίπαλοί τους εμφανώς ψεύδονται χωρίς ντροπή και χωρίς κανένα σεβασμό προς τη Βουλή: «περιφανώς ετόλμησαν καταψεύσασθαι»(§8).


ΠΑΘΗ


   Και στο μέρος αυτό του λόγου ο ομιλητής προσπαθεί να εξασφαλίσει την εύνοια των ακροατών του. Αναφέρεται στην «εν Ελλησπόντω συμφοράν» (όπως παρακάτω § 10, μιλά για «τας συμφορά και του πατρός και τας της πόλεως» δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως δε διαχωρίζεται από τους άλλους Αθηναίους και εξασφαλίζοντας τη επιδοκιμασία και τη συμπάθειά τους Επιδιώκει επίσης να τους κάνει να δουν ευνοϊκά και χωρίς προκαταλήψεις την υπόθεσή του υπενθυμίζοντάς τους πως έχουν εκλεγεί με την επιδοκιμασία της Βουλής και του δήμου (άρα και των δικαστών του ) σε δημόσια αξιώματα άνδρες που πράγματι υπηρέτησαν ως ιππείς επί των τριάκοντα, αλλά αποδεδειγμένα δεν αδίκησαν κανένα πολίτη.
   Χαρακτηριστική η προσπάθεια του αγορητή να δημιουργήσει στις ψυχές των βουλευτών αντιπάθεια προς τους κατηγόρους του, που επεχείρησαν με αναξιόπιστα στοιχεία και ψευδολογίες να επιτύχουν τη μη επικύρωση της εκλογής του για το βουλευτικό αξίωμα. Επίσης αξιοσημείωτη η προσπάθειά του να καταδείξει ένα άλλο βαθύτερο αίτιο στην κατηγορία.
Υπονοεί ότι ο κατήγορος δεν έχει ως στόχο να βλάψει προσωπικά τον ίδιο, αλλά την αθηναϊκή δημοκρατία, την οποία σε τελική ανάλυση θεωρεί αναξιόπιστη αφού τα στελέχη της δε θα έπρεπε να καταλαμβάνουν τα αξιώματά τους, για τον ίδιο λόγο που ο Μαντίθεος δε δικαιούται να αναλάβει το δικό του.


ΣΧΗΜΑΤΑ


§   αντιθέσεις
                Ούτε εκεινοι φαίνονται   αλλά μαλλον ητίμαζον
                Πολλοί των ομολογούντων … ενιοι δε των αποδημούντων
               Εκ μεν γαρ τούτων   εν εκείνοις δε
               Ουκ αν εξαρνος   αλλ’ ηξίου

§   πολυσύνδετα
                ουτε των τεχων    ουτε μεθισταμένης
                ουτε ημας εικός … ουτε εκεινοι
                ουτ απενεχθέντα    ουτε παραδοθέντα    ουτε καταβλόντα

§  χιαστό
                εκείνοις τοις γράμμασι                     η τούτοις
                εκ μεν γαρ τούτων                             εν εκείνοις δε

το οποίο τονίζει τη σημασία των καταλόγων που είχαν συντάξει οι φύλαρχοι (με το εκείνοις εννοεί τους καταλόγους των φυλάρχων) και υποβαθμίζει τη σημασία του σανιδίου (με τις αντωνυμίες τούτοις., εκ τούτων εννοεί αυτήν την πινακίδα).




§§ 4-8 ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

  § 4 Ο Μαντίθεος γνωστοποιεί ότι δεν βρισκόταν στην Αθήνα την περίοδο που καταλύθηκε η δημοκρατία και οι τριάκοντα εγκαθίδρυαν το καθεστώς τους. Επίσης προσδιορίζει επακριβώς το χρόνο επανόδου του στην Αθήνα και το σημαντικό πολιτικό γεγονός που έλαβε χώρα πέντε μέρες μετά την επιστροφή εκείνου και του αδελφού του.
  Η δήλωσή του «ουτε των τειχων καθαιρουμένων επεφημουμεν ουτε μεθισταμένης της πολιτείας» είχε ιδιαίτερη σημασία. Το γκρέμισμα των αθηναικών τειχών και η κατάλυση της αθηναικής δημοκρατίας είχαν λυπήσει βαθύτατα τους Αθηναίους. Ο Μαντίθεος, επομένως διεγείροντας τα «ρητορικά πάθη» στην ψυχή των βουλευτών, ανεβαίνει στη συνείδησή τους γνωστοποιώντας ότι απουσίαζε από την Αθήνα όταν έλαβαν χώρα τα τραγικά εκείνα γεγονότα.

  § 5 Κατά το Μαντίθεο, το γεγονός ότι έφυγε από την Αθήνα πριν εγκαθιδρυθεί η τυραννία και ότι επανήλθε τότε που κορυφωνόταν ο αγώνας για την ανατροπή των τυράννων οδηγεί στο εύλογο συμπέρασμα: «ουτε ημας εικός ην επιθυμειν μετέχειν των αλλοτρίων κινδύνων». Τονίζει ότι, δεδομένου ότι επέστρεψε στην Αθήνα μόλις πέντε ημέρες προτού αποκατασταθεί η δημοκρατία, θα ήταν παράλογο να εμπλακεί σε πολιτικές και πολεμικές περιπέτειες.
  Ακολουθεί ένα ακόμη ενθύμημα: Ούτως ή άλλως οι τριάκοντα δεν προσέφεραν αξιώματα ή διοικητικές θέσεις σε ανθρώπους που έλειπαν από την Αθήνα κατά την περίοδο που εγκαθίδρυαν την τυραννία τους και δεν είχαν αναμειχθεί στα εγκλήματά τους. Επιπλέον στερούσαν τα πολιτικά δικαιώματα ακόμη και από μετριοπαθείς πολίτες που ήταν οπαδοί τους και είχαν συνεργαστεί μαζί τους για την κατάλυση της δημοκρατίας (νύξη στη θανάτωση του Θηραμένη από τον Κριτία). ΄Άρα δε θα ήταν δυνατό να δώσουν στο Μαντίθεο το αξίωμα του ιππέα, δεδομένου ότι μόλις είχε επανέλθει στην πόλη και ουδέποτε τους είχε προσφέρει υπηρεσίες.

          ΚΡΙΤΙΚΗ
§  Αρχικά μας δημιουργεί ερωτηματικά το γεγονός ότι ο Μαντίθεος επιλέγει να επιστρέψει αυτή τη στιγμή στην Αθήνα, μια και πιθανότατα γνώριζε ότι οι εξελίξεις δεν ήταν ευνοϊκές για τους τυράννους (διεξήγαγε εμπόριο με την Αθήνα, άρα μάλλον είχε πληροφορηθεί τα γεγονότα σχετικά με την επάνοδο των εξόριστων δημοκρατικών).
§  Στη συνέχεια μάλλον μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ένας ενθουσιώδης νεαρός, ο οποίος (όπως μας πληροφορεί παρακάτω στην§18) επιδιώκει να βρίσκεται πάντα στην πρώτη γραμμή, επέστρεψε στην Αθήνα εκείνη την κρίσιμη πολιτική συγκυρία και δε μετέχει σε καμία παράταξη.
§  Επιπλέον μπορεί να καταλάβει κανείς ότι την εποχή που οι δημοκρατικοί πολιορκούσαν  την Αθήνα οι τριάκοντα θα είχαν ιδιαίτερη ανάγκη από βοήθεια. Πώς λοιπόν θα αρνούνταν την προσφορά – και μάλιστα εθελοντική – ενός ενθουσιώδους νεαρού με ολιγαρχικές καταβολές;
Άρα το συμπέρασμα το οποίο κατέληξε για τη μη συμμετοχή του στην κυβέρνηση των τριάκοντα, εμφανίζεται μεν ως προϊόν λογικής αναγκαιότητας, είναι όμως μόνο «εικός» και όχι «αναγκαιον» απαραιτήτως.

        §§ 6-7

        Α. Ήταν νοθευμένη και αναξιόπιστη η εκτεθειμένη σε κοινή θέα πινακίδα, που κατά τους ισχυρισμούς των κατηγόρων περιείχε τα ονόματα όσων είχαν υπηρετήσει στο ιππικό των τριάκοντα:
        α) το περιεχόμενό της ήταν παραποιημένο (ήταν γραμμένοι κάποιοι απ’ αυτούς που απουσίαζαν και δεν ήταν γραμμένοι πολλοί άρχοντες)
β) πολύ εύκολα θα μπορούσε κανείς να σβήσει το όνομά του από την πινακίδα αυτή ή να προσθέσει το όνομα κάποιου τον οποίο αντιπαθούσε (ήταν εκτεθειμένη σε κοινή θέα και επικαλυμμένη με εύπλαστο υλικό).
§  Εύστοχο επιχείρημα με το οποίο κλονίζει  την αξιοπιστία του μοναδικού αποδεικτικού ενοχοποιητικού στοιχείου που προσκομίζει ο κατήγορος για να στηρίξει την κατηγορία του.

       Β. Δεν υπήρχε το όνομά του στον επίσημο κατάλογο των ιππέων που είχαν συντάξει οι φύλαρχοι με δική τους ευθύνη μετά από εντολή της δημοκρατικής κυβέρνησης, δεν παραπέμφθηκε η υπόθεσή του στους συνδίκους και δεν επέστρεψε στο κράτος το επίδομα  του ιππέα (κάτι που έκαναν όσοι είχαν χρηματίσει ιππείς επί των τριάκοντα και τα ονόματά τους περιλήφθηκαν στα «πρακτικά των αναπράξεων», δηλ. στους καταλόγους των φυλάρχων). Το επιχείρημα ενισχύεται με την υπενθύμιση ότι οι φύλαρχοι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί στην κατάρτιση των καταλόγων τους, γιατί αν αυτοί περιείχαν ελλιπή στοιχεία (αν δηλαδή δεν είχαν περιληφθεί κάποια ονόματα) θα επιβαρύνονταν οι ίδιοι καλύπτοντας τη διαφορά.
§  Επομένως δεν υπηρέτησε στο ιππικό.
ΚΡΙΤΙΚΗ
   Σαφώς ισχυρότερα ενθυμήματα από τα προηγούμενα. Πράγματι οι βουλευτές δε θα μπορούσαν να αγνοήσουν τον κατάλογο των φυλάρχων, ένα επίσημο έγγραφο της πόλεως που φυλασσόταν στα αρχεία της πόλης και στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο οι φύλαρχοι και να βασιστούν σε μια εκτεθειμένη σε κοινή θέα πινακίδα που πράγματι περιείχε ανακριβή στοιχεία  (ήταν γραμμένοι απόντες, δεν ήταν γραμμένοι παρόντες – ιππείς των τριάκοντα, και επίσης πολύ εύκολα κανείς μπορεί να διαγράψει το όνομά του απ’ αυτήν ή να προσθέσει άλλο). Πρέπει να σημειωθεί επίσης οπωσδήποτε ότι οι κατήγοροι δεν προσκομίζουν μάρτυρες ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής του κατηγορουμένου. Ωστόσο κάποιος θα μπορούσε να προβάλει ως αντίλογο το ότι η απουσία του ονόματος από τους καταλόγους  δεν αποκλείει και τη συμμετοχή στο ιππικό των τριάκοντα, καθώς τις δύσκολες στιγμές επιστροφής του στην Αθήνα θα μπορούσε να είχε συνδράμει εθελοντικά, χωρίς να πάρει επίδομα ιππέα.
   § 8  Παρατίθεται εδώ το ισχυρότερο – αν και υποθετικό – επιχείρημα του Μαντίθεου. Ο Λυσίας εδώ με εύστοχο τρόπο εντάσσει την υπόθεση στο πολιτικό σκηνικά της εποχής και προβάλλει την πολιτική διάσταση του λόγου. Ο Μαντίθεος τονίζει ότι κι αν ακόμη είχε υπηρετήσει στο ιππικό, αυτό δε θα ήταν δίκαιο να αποτελέσει λόγο απόρριψης της υποψηφιότητάς του ως βουλευτή.
   Αρχικά διαχωρίζει την ιππεία από την κατηγορία του οπαδού της τυραννίας και υπενθυμίζει ότι οι ιππείς των τριάκοντα ήταν μισητοί γιατί βιαιοπραγούσαν κατά του δήμου και ήταν όργανα των τυράννων (καμιά κατηγορά όμως δεν έχει διατυπωθεί εις βάρος του!) Στη συνέχεια τονίζει ότι στο πλαίσιο της πολιτικής αμνηστίας που επεκράτησε μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας πολλοί ιππείς των τριάκοντα έγιναν βουλευτές, ακόμα και στρατηγοί και ίππαρχοι. Επομένως η ακύρωση της δικής του εκλογής μόνο με την αιτιολογία ότι υπήρξε ιππέας των τριάκοντα θα σήμαινε προφανώς άδικη μεταχείριση, μεροληψία εις βάρος του. Τονίζει επομένως για άλλη μια φορά τη σαθρότητα της κατηγορίας, η οποία κι αν ακόμη αλήθευε, δε θα είχε θέση στο κλίμα αμνηστίας που επικρατούσε, μια που οι ίδιοι οι βουλευτές – δικαστές είχαν στο παρελθόν επικυρώσει πολλές δοκιμασίες ανθρώπων που εμφανώς είχαν λάβει μέρος στο καθεστώς των τριάκοντα. Μ’ αυτό τον τρόπο αποδυναμώνει πλήρως την κατηγορία για να περάσει στη συνέχεια στην ουσία της δοκιμασίας του, δηλαδή την ανασκόπηση του βίου του.
   Πρέπει οπωσδήποτε να τονιστεί ότι το επιχείρημα αυτό επιφυλάσσεται από το Λυσία για την κατακλείδα της απολογίας, επειδή είναι το πιο σημαντικό. Από το προοίμιο έχουν γίνει νύξεις για την πολιτική διάσταση του λόγου (και εύλογα εφόσον η ετυμηγορία των δικαστών θα κρίνει την κατάληψη ή μη ενός πολιτικού αξιώματος), δε χάνεται λοιπόν καμιά ευκαιρία προκειμένου να ενταχθεί η υπόθεση στο πολιτικό σκηνικό της εποχής.





ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  9


  «Περί μεν τοίνυν   λέγειν»: Μετά την αναίρεση της κατηγορίας που έγινε στις §  4 – 8 , ξεκινάει η απολογία του Μαντιθέου για όλη τη ζωή του. Η §  9 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εισαγωγή των όσων θα ακολουθήσουν.
   Ο Μαντίθεος θέλοντας να προιδεάσει, να προδιαθέσει τους βουλευτές θα απολογηθεί σύντομα για όλη τη ζωή του. Από την αρχή του λόγου του διευκρινίζει ότι δεν υπάρχει λόγος και δεν είναι άλλωστε πρόθεσή του να μακρηγορήσει σχετικά με αυτήν την κατηγορία. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πρόθεσή του να μακρηγορήσει σχετικά με αυτήν την κατηγορία. Είναι χαρακτηριστικό του λόγου του η σαφήνεια , η συντομία και η ακρίβεια  στη διατύπωση της πρόθεσής του. ΄Αλλωστε η μακρηγορία δεν κρίνεται σκόπιμη στην παρούσα περίσταση και σαφώς θα κούραζε το ακροατήριο. Πρόθεση του Μαντιθέου είναι να παρουσιάσει συγκεκριμένα στοιχεία για όλη του τη ζωή και τη συμπεριφορά του που η παράθεσή τους θα αποδεικνύει ότι η κατηγορία του αποδίδεται άδικα και ότι πρόκειται για τίμιο, ενάρετο, γενναίο στρατιώτη και χρηστό πολίτη. ΄Ετσι βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει στη συνέχεια διεξοδικά για τη ζωή του με αξιοπρέπεια και πειστικότητα.

  «εν μεν τοις αλλοις αγωσι     εν δε ταις δοκιμασίαις»: Με αντίθεση εξαίρει τη σπουδαιότητα του θεσμού της δοκιμασίας για το δημοκρατικό πολίτευμα, βασικός σκοπός του οποίου ήταν η εφαρμογή της αξιοκρατίας στην ανάδειξη κληρωτών και αιρετών αρχόντων.

   «δοκεί δε μοι     λόγον διδόναι»: Στη συνέχεια διατυπώνει με σαφήνεια την άποψή του, ότι δηλαδή στους άλλους δικαστικούς αγώνες («εν αλλοις αγωσι»)ταιριάζει να απολογείται κάποιος μόνο σχετικά με τις ίδιες κατηγορίες («αυτων μόνων των κατηγορημένων») , ενώ αντίθετα στις δοκιμασίες («εν ταις δοκιμασίαις») κρίνεται σκόπιμο και είναι δίκαιο να λογοδοτεί για όλη του τη ζωή («παντός του βίου λόγον διδόναι»). Κάνει διάκριση ανάμεσα στους «αγώνες»  και τις «δοκιμασίες».  Σε περίπτωση δικαστικού αγώνα ο κατηγορούμενος υποχρεούται να απολογηθεί για την κατηγορία ή τις κατηγορίες που του αποδίδονται δικαίως ή αδίκως. Σε αυτό το σημείο θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί ότι η «δικαιοσύνη δεν καταδίωκε η ίδια αυτούς που διέπρατταν αδίκημα, οι άρχοντες σπάνια έπαιρναν την πρωτοβουλία να υποβάλουν αγωγή ή μήνυση. Δεν υπήρχε εισαγγελία. Για όλες τις ιδιωτικές υποθέσεις  («δίκαι») μόνο το πρόσωπο που νόμιζε τον εαυτό του αδικημένο ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του (στην περίπτωση ανηλίκων, γυναικών, δούλων, μετοίκων) μπορούσε να υποβάλει αγωγή ή μήνηση και να γίνει δεκτός και να ακουστεί σε συνεδρίαση δικαστηρίου. Μερικές φορές επιτρεπόταν να πάρει μαζί του ένα είδος δικηγόρου, που λεγόταν συνήγορος. Για τις δημόσιες υποθέσεις («γραφαί»), όταν δηλαδή ήταν για πράξη που είχε σχέση και ήταν ενάντια στο γενικό συμφέρον, κάθε πολίτης όποιος ήθελε («ο βουλόμενος») μπορούσε να θεωρήσει τον εαυτό του αδικημένο είχε λοιπόν το δικαίωμα ή το καθήκον να έρθει σε βοήθεια του νόμου καταθέτοντας μια κλήση σ’ έναν από τους άρχοντες. Το κράτος στην πραγματικότητα ήταν υποχρεωμένο να ενθαρρύνει τις καταγγελίες και αυτό πάλι συντελούσε στο να είναι πολλοί οι συκοφάντες. Το δικαστήριο αποτελείται από ενόρκους που ακούνε σιωπηλά τις αντίθετες απόψεις και μετά αποφασίζουν για το ποιος έχει δίκιο. Ωστόσο, οι δικαστές, έτσι πολλοί που ήταν εκδήλωναν μερικές φορές τα συναισθήματά τους με «διάφορες κινήσεις» (θόρυβος).
   Στην αρχή της συνεδρίασης του δικαστηρίου, ο γραμματέας διαβάζει το κατηγορητήριο και τη γραπτή απάντηση της υπεράσπισης που είναι μέσα στη δικογραφία. Μετά ο πρόεδρος δίνει το λόγο στον ένα, μετά στον άλλο, στον κατήγορο και στην υπεράσπιση. Κάθε πολίτης κατηγορούμενος σε δίκη πρέπει να μιλήσει αυτοπροσώπως. Μπορεί επίσης να ζητήσει από το δικαστήριο την άδεια να τον βοηθήσει ή να τον αντικαταστήσει ένας φίλος πιο εύγλωττος (συνήγορος) που δεν ήταν δικηγόρος εξ επαγγέλματος και δεν θα έπαιρνε αμοιβή. ΄Οσο κρατά η δίκη, οι δικαστές μόνο ακούνε και μόλις τελειώσουν οι αγορεύσης, ο κήρυκας τους καλεί να ψηφίσουν. Καθένας πρέπει να ψηφίσει σύμφωνα με τη συνείδησή του και με τον όρκο που πήρε, χωρίς να συμβουλευτεί ο ένας τον άλλο, χωρίς καμιά συζήτηση (Robert Flaceliere – Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων).
   Αντίθετα στην περίπτωση «της δοκιμασίας» πρέπει κάποιος να απολογηθεί για όλη του τη ζωή και όλες τις πράξεις του. Όπως είδαμε και σε προηγούμενη παράγραφο, η δοκιμασία των αρχόντων ήταν βασικός θεσμός στην Αθήνα των κλασικών χρόνων. ΄Όλοι οι άρχοντες που κληρώνονταν ή εκλέγονταν, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, υποβάλλονταν σ’ αυτήν. Η όλη διαδικασία συνήθως ήταν χρονοβόρα και λεπτομερής καθώς ελέγχονταν όλες οι πράξεις του εξεταζόμενου, τα στοιχεία της προσωπικότητάς του και όλες του οι δραστηριότητες για να διαπιστωθεί αν και κατά πόσο είχε τα προσόντα που απαιτούνταν και ήταν άξιος και κατάλληλος για το συγκεκριμένο αξίωμα.
   Ο έλεγχος γενικά των αρχόντων ήταν καθημερινός και μπορούσε να ασκηθεί ακόμη και από έναν απλό πολίτη, στο πλαίσιο της εκκλησίας, οπωσδήποτε όμως τον επίσημο έλεγχο, τον ασκούσε η Βουλή, στο τέλος της θητείας τους. Η αποδοκιμασία της εκκλησίας ήταν πάντοτε έναν ενδεχόμενο που σε πολλές περιπτώσεις είχε για την Αθήνα οδυνηρές συνέπειες. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο στρατηγός Νικίας, κατά τη σικελική εκστρατεία, προτίμησε να οδηγήσει τον εαυτό του και τον αθηναϊκό στρατό στην αιχμαλωσία παρά να γίνει αποδέκτης μιας επονείδιστης κατηγορίας.
   Από αυτή τη διαδικασία φαίνεται η μεγάλη σημασία που απέδιδαν οι Αθηναίοι στον τρόπο εκλογής των αρχόντων τους και ο τρόπος με τον οποίο θεμελιώνεται αλλά και διασφαλίζεται το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα των κλασικών χρόνων. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε «απέναντι στους νόμους οι πολίτες έχουν όλοι ίσα δικαιώματα ….αλλά για τα δημόσια αξιώματα τα δικαιώματα καθενός είναι ανάλογα με τις ιδιαίτερες ικανότητες που έχει. Και προτιμάται για τη διαχείριση των κοινών καθένας όχι με κριτήριο την κοινωνική του θέση αλλά την ατομική του αξία, ώστε ακόμα και όταν κάποιος είναι φτωχός όμως να ωφελήσει κάπως την πόλη με τη δράση του, δεν εμποδίζεται λόγω της ασημότητας της κοινωνικής του θέσης». (Θουκυδίδου, Περικλέους Επιτάφιος, 2, 37).


  «Δέομαι ουν    διά βραχυτάτων»: Ο Μαντίθεος παρακαλεί τους βουλευτές να τον ακούσουν προσεκτικά (ακροάσασθαί μου») και με εύνοια, συμπάθεια («μετ’ ευνοίας»). Θα λέγαμε ότι αυτή η παράκληση είναι λογικό συμπέρασμα των προηγούμενων αλλά και έντονη επιθυμία όχι μόνο του ίδιου, αλλά και καθενός που κατηγορείται άδικα. Στο τέλος διευκρινίζει ότι θα μιλήσει όσο το δυνατόν πιο σύντομα («δια βραχυτάτων») επιδιώκοντας να μην κουράσει τους βουλευτές και θέλοντας βέβαια να κερδίσει εξαρχής την εύνοιά τους. Τους προδιαθέτει ευνοϊκά και τους προετοιμάζει ψυχολογικά για τα στοιχεία που στη συνέχεια θα παρουσιάσει για τη ζωή και τις πράξεις του με ακρίβεια σαφήνεια και συντομία.
   Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι αποτελεί κοινό τόπο σε κάθε παρόμοια περίπτωση η προσπάθεια του ομιλητή – κατηγορουμένου να δημιουργήσει ευνοϊκή διάθεση το ακροατήριο (captatio benevolentiae) ΄Έτσι η βραχυλογία υπηρετεί την κομψότητα του λόγου, την οικονομία του χρόνου και δεν εκνευρίζει  τον ακροατή.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 10

  «ουσίας μοι ου πολλής καταληφθείσης δια τας συμφορά και τας του πατρός και τας της πόλεως»: Ο Μαντίθεος  αν και καταγόταν από εύπορη αριστοκρατική οικογένεια με κύρια ενασχόληση το εμπόριο σίτου, η περιουσία που κληρονόμησε από τον πατέρα του ήταν μικρή. Αυτό οφειλόταν στις εκτεταμένες καταστροφές σε έμψυχο και άψυχο υλικό που προκάλεσε ο μακροχρόνιος Πελοποννησιακός πόλεμος, ο αντίκτυπος του οποίου υπήρξε τεράστιος στην οικονομική κατάσταση των πολιτών, αφού οι περισσότεροι Αθηναίοι εγκατέλειπαν τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες για να συμμετάσχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι επαγγελματικές τους δραστηριότητες για να συμμετάσχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις. Οι επιπτώσεις του πολέμου ήταν σοβαρότατες στην τάξη των εμπόρων και κυρίως στην εισαγωγή σιτηρών που ήταν και η σπουδαιότερη εμπορική δραστηριότητα, επειδή η εγχώρια παραγωγή  δεν κάλυπτε τις ανάγκες της πόλης . Επίσης., ο θάνατος του πατέρα του Μαντίθεου στους Αιγός Ποταμούς επιβάρυνε την οικονομική κατάσταση της οικογένειας και μείωσε τη δυνατότητα ανάκαμψης των εμπορικών τους επιχειρήσεων. Σε αυτό πιθανότατα να συνέβαλε και η πολιτική αναταραχή και καχυποψία που ακολούθησε μετά την πτώση των τριάκοντα και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο Μαντίθεος λόγω των αριστοκρατικών του καταβολών είναι πιθανόν να αντιμετώπισε και πολιτικής φύσης προβλήματα που εμπόδισαν την απερίσπαστη ενασχόλησή του με το εμπόριο.




                     ΣΧΟΛΙΑ
 
 




  Γενικά

  Μετά την αναφορά στην ιδιωτική του ζωή, ο Μαντίθεος παρουσιάζει τη χρηστή συμπεριφορά που επέδειξε στο δημόσιο βίο. Τεκμηριώνει την ποιότητα του ήθους του στηριζόμενος τα εξής επιχειρήματα:
   Α) Οι διεφθαρμένοι τον αντιπαθούν και διαδίδουν ψευδείς φήμες σε βάρος του.
   Β) Ποτέ δεν αναμείχθηκε ούτε σε δημόσια ούτε σε ιδιωτική δίκη είτε ως κατήγορος είτε ως κατηγορούμενος.
   Γ) Κατά την εκστρατεί στην Αλίαρτο, αν και ο Μαντίθεος ήταν ιππεύς, ζήτησηε να μετέχει σε επικίνδυνη θέση στο πεζικό.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  11



  «περί των κοινων μοι μέγιστον ηγουμαι τεκμηριον είναι της εμης επιεικείας»:  Στο πλαίσιο της ηθοποιίας ο Λυσίας βάζει τον Μαντίθεο  να μιλήσει για τη συμπεριφορά του στην κοινωνική ζωή. ΄Ετσι  στην αρχή της αφήγησης του δημόσιου βίου του ο Μαντίθεος θεωρεί σκόπιμο να προσκομίσει αποδείξεις της σύνεσης και της μετριοπάθειάς του («επιεικείας»). Κι αυτό το κάνει γιατί γνωρίζει πολύ καλά πόσο εκτιμούσαν οι Αθηναίοι αυτές τις αρετές. Θεωρείται ότι την «επιείκεια» που επέδειξε στη διοίηση των «ιδίων» είναι λογικό να τη δείξει και στην ενασχόλησή του με τα κοινά. Γι’ αυτό η συμπεριφορά του Αθηναίου στην ιδιωτική του ζωή έπαιζε καθοριστικό ρόλο στη δοκιμασία για την ανάληψη ενός δημοσίου αξιώματος.
   Ο Δημοσθένης στο λόγο του «Κατά Αριστογείτονος», Β, § 2 αναφέρει: «Αν είναι διεφθαρμένοι οι δημόσιοι άντρες, τότε οι κρατικές υποθέσεις πάνε προς το κακό αντίθετα σημειώνεται πολύ μεγάλη πρόοδος, αν είναι έντιμοι και συνετοί». Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να πετύχει τη συμπάθεια των ακροατών, αφού η δημόσια πολιτεία καθενός θεωρούνταν ιδιαίτερα σημαντική στην αρχαία Ελλάδα. Οι σύνδεσμοι «μεν     δε» δε δείχνουν αντίθεση, αλλά κάνουν διάκριση μεταξύ των δύο μελών.


  «τεκμήριον……..οντας»:  ο Μαντίθεος προτίθεται να παρουσιάσει αποδείξεις για την εντιμότητά του. Το πρώτο τεκμήριο της χρηστής του συμπεριφοράς είναι ότι τον εχθρεύνται όσοι συχνάζουν σε τόπους διαφθοράς. Με αυτό το ψυχολογικό επιχείρημα προσπαθεί να προκαταλάβει την εύνοια των κριτών.


  «περί κύβους η πότους η περί τας τοιαύτας ακολασίας …………….ποιούμενοι»:Πολλοί νεαροί Αθηναίοι περνούσαν τον καιρό τους στα σκιραφεία ή κυβευτήρια, όπου έπαιζαν ζάρια, στα καπηλεία, στα κουρεία ή στα σκυτομεία (=υποδηματοποιεία). Τα κυβευτήρια και τα καπηλεία θεωρούνταν τόποι διαφθορά, γιατί σύχναζαν εκεί εταίρες. Τα ζάρια ήταν διαδεδομένο τυχερό παιχνίδι. Παιζόταν με τρεις πήλινους κύβους. Ο άσσος ονομαζόταν «κύβος». Το καλύτερο παίξιμο (της Αφροδίτης) ήταν να φέρει ο παίκτης τρεις φορές έξι και το χειρότερο (του σκύλου) ήταν αν φέρει τρεις φορές άσσο. Πολλοί νεαροί έχαναν ολόκληρες περιουσίες στα ζάρια παράδειγμα ο γιός του Αλκιβιάδη.


  «πότους»: Οι Αθηναίοι δεν περίμεναν τις γιορτές για να διασκεδάσουν. Οι νεότεροι κατέφευγαν στα παιχνίδια ενώ οι μεγαλύτεροι στα συμπόσια. Το πότο τους ήταν το κρασί το οποίο όμως συχνά νόθευαν με νερό, καθώς την πόση «ακρατον οινου» τη θεωρούσαν συνήθεια των βαρβάρων. Συχνά βέβαια οι συμποσιαστές παρεκτρέπονταν και μεθούσαν με αποτέλεσμα να γίνονται φασαρίες ή και βανδαλισμοί. Εκτός από τα συμπόσια, που ήταν ιδιωτικές συναθροίσεις οι άνδρες πήγαιναν και στα καπηλεία, όπου σύχναζαν κοινές γυναίκες και επομένως αυτά αποτελούσαν τόπους διαφθοράς.


  «περί εμου λογοποιουντας και ψευδομενους»: «Λογοποιία εστί σύνθεσις ψευδων λόγων και πράξεων, ων βούλεται ο λογοποιων». Η λογποιία αποσκοπούσε ή στο όφελος των λογοποιών ή στη διαβολή των αντιπάλων τους. Η συκοφαντία, που πολλές φορές έφτανε ως τα δικαστήρια στην προσπάθεια του συκοφάντη να κερδίσει χρήματα, αποτελούσε πληγή για την αθηναική κοινωνία. Οι συκοφαντίες και οι ψευδολογίες ήταν προφανώς στην «ημερήσια διάταξη» στα εν λόγω κέντρα, όπου περνούσαν την ώρα τους οι νεαροί αυτοί αργόσχολοι Αθηναίοι ευνόητο είναι ότι οι έντιμοι και ευυπόληπτοι πολίτες ήταν στο στόχαστρο των φαύλων αυτών νέων, οι οποίοι προσπαθούσαν να τους μειώσουν ηθικά με διαβολές.


   «ει των αυτών…..περί εμου»: Με έναν υποθετικό λόγο που δηλώνει το αντίθετο του πραγματικού, ο Μαντίθεος ενισχύει την αντίθεση του ήθους του με αυτό των διεφθαρμένων πολιτών. Ουσιαστικά αποτελεί ένα βραχυλογικό συλλογισμό:
§   Αυτοί δε θα είχαν τέτοια γνώμη για μένα, αν επιθυμούσαμε τα ίδια πράγματα
§   έχουν τέτοια γνώμη για μένα, άρα δεν επιθυμούμε τα ίδια πράγματα
§   Επομένως εγώ δεν είμαι σαν αυτούς.


  «ότι    ουκ αν τοιαύτην γνώμην ειχον περί εμου»: Σ’ αυτό το τμήμα βρίσκεται η πρώτη απόδειξη της «επιεικείας» του Μαντίθεου. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι οι ακόλαστοι νέοι έδειχναν έχθρα απέναντι του και τον συκοφαντούσαν, επειδή ακριβώς τον φθονούσαν λόγω της εντιμότητας και της ανωτερότητάς του. Το επιχείρημα είναι πειστικό, δεδομένου ότι στηρίζεται στην κοινώς παραδεκτή αλήθεια ότι οι ενάρετοι προκαλούν το φθόνο και το μίσος των διεφθαρμένων. Μέσω του αντιθετικού «καίτοι» ο ρήτορας μεταβαίνει στη διατύπωση του υποθετικού συλλογισμού «ει των αυτών επεθυμούμεν, ουκ αν τοιαύτη γνώμην ειχον περί εμου» που δηλώνει το μη πραγματικό και αποκαλύπτει το βαθύτερο αίτιο των εχθρικών συναισθημάτων που είχαν οι ανήθικοι νέοι προς το Μαντίθεο δεν ανέχονταν τη διαφορετικότητα, ήθελαν και οι άλλοι αν είναι όμοιοι μ’ αυτούς «όμοιος ομοίω αεί πελάζει». Η ανωτερότητα του Μαντιθέου κινεί το φθόνο των αντιπάλων του και ο φθόνος προκαλεί την εις βάρος του διαβολή.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  12



ΓΕΝΙΚΑ


  Η μετάβαση στην § 12 πραγματοποιείται μέσω του ετι δε. Το επίρρημα ετι εισάγει τη δεύτερη απόδειξη της «επιεικείας» του Μαντιθέου. Ο ρήτορας δηλαδή εκφράζει τη γνώμη ότι είναι δείγμα της σύνεσής του και το γεγονός ότι ποτέ δεν μπλέχτηκε σε βρώμικη δικαστική υπόθεση ιδιωτικής φύσης ή δημόσιας. Αυτό το γεγονός οι δικαστές οπωσδήποτε θα το έλαβαν σοβαρά υπόψη τους, γιατί δείχνει πράγματι μετριοπαθή και ειρηνόφιλο χαρακτήρα. Η αξία αυτής της συμπεριφοράς του Μαντιθέου τονίζεται περισσότερο με την ημιπερίοδο «καίτοι ετέρους ορατε πολλάκις εις τοιούτους αγωνας καθεστηκότας» που εισάγεται με τον αντιθετικό σύνδεσμο «καίτοι» και υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα στη διαλλακτικότητα και στη μετριοπάθεια του ρήτορα και τη φιλόδικη διάθεση άλλων συμπολιτών του.


.. «ουδείς αν αποδειξαι …..γεγενημένην»: Η ενασχόληση του Αθηναίου με ζητήματα δικαιοσύνης ήταν πολύ διαδεδομένη και η περιφρούρηση της δικαιοσύνης θεωρούνταν υποχρέωση του κάθε πολίτη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν υπήρχε αυτεπάγγελτη δίωξη για κανένα αδίκημα, αλλά έπρεπε να γίνει μήνυση από κάποιον πολίτη, έστω και αν ο ίδιος δε θιγόταν άμεσα από τις ενέργειες του κατηγορούμενου (π.χ. Υπέρ του αδυνάτου – λόγος του Λυσία). Ο Μαντίθεος τονίζει με το πολυσύνδετο  («ουτε ….ουτε….ουτε») το γεγονός ότι δεν έχει εμπλακεί σε κανενός είδους δικαστικές διαμάχες ούτε ιδιωτικές («δίκη») ούτε δημόσιες («γραφή», «εισαγγελία»). Επειδή οι Αθηναίοι ήταν φιλόδικοι ) πρβλ. Ξενοφώντος Απομνημονεύματα, 3. 5. 16 «πλείστας δίκας αλλήλοις δικάζονται»), επαινούσαν αυτόν που δεν πήγαινε στο δικαστήριο ούτε ως κατήγορος ούτε ως κατηγορούμενος. Ωστόσο εδώ ο Μαντίθεος δε διατείνεται ότι δεν πήγαινε γενικά στα δικαστήρια, αλλά ότι δεν είχε συρθεί σε δίκη για θέματα που αφορούσαν το χαρακτήρα του.


  «δίκην»: Στην Αθήνα «δίκη» λεγόταν η ιδιωτική δίκη («αγών ιδιος»). Δίκη μπορούσε να κινήσει ως «ενάγων» (=κατήγορος) μόνο άνδρας, ελεύθερος, ενήλικος και «επίτιμος» (=με πολιτικά δικαιώματα), εφόσον νόμιζε ότι αδικείται.


  «γραφή»: ΄Ήταν ο πιο συνηθισμένος τύπος δημόσιας δίκης. Ονομαζόταν έτσι διότι, όπως φαίνεται, αρχικά ήταν ο μόνος τύπος υπόθεσης όπου η καταγγελία έπρεπε να υποβληθεί εγγράφως. Οι δημόσιες δίκες αφορούσαν αδικήματα τα οποία έθιγαν το σύνολο της κοινότητας, όπως για παράδειγμα η προδοσία, η λιποταξία ή η κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Εισηγητής της «γραφής» φαίνεται ότι ήταν ο Σόλων που την καθιέρωσε στη νομοθεσία του.


  «εισαγγελίαν»: Δημόσια κατηγορία  ή καταγγελία για πολύ σοβαρά δημόσια αδικήματα  (απόπειρα για κατάλυση της δημοκρατίας, προδοσία, συνωμοσία, προσβολή αξιωματούχου της πολιτείας κ.α.) ο μηνυτής υπέβαλλε στους πρυτάνεις «εισαγγελίαν» ή «πινάκιον» - δηλ. την καταγγελία του – και αν γινόταν δεκτή, εισαγόταν για συζήτηση στη Βουλή, που μπορούσε να τιμωρήσει τον εγκαλούμενο με πρόστιμο μέχρι 500 δραχμές. Αν όμως το αδίκημα ήταν πολύ σοβαρό, η υπόθεση έφτανε στην Ηλιαία ή ακόμη και στην Εκκλησία του Δήμου (η εκκλησία του δήμου έκρινε μόνο τις πολιτικές υποθέσεις). Αργότερα, για να μη γίνεται κατάχρηση τέτοιων καταγγελιών θεσπίστηκε να πληρώνει ο μηνυτής πρόστιμο, αν αποδεικνυόταν ότι η καταγγελία ήταν αβάσιμη. Τον 4ο αιώνα η χρήση της εισαγγελίας γενικεύθηκε για υποθέσεις ήσσονος σημασίας.


  «καίτοι ετέρους ορατε…….καθεστηκότας»: Οι Αθηναίοι ήταν φιλόδικοι με αποτέλεσμα να καταφεύγουν σε δικαστικές αντιπαραθέσεις ακόμα και για ασήμαντη αφορμή. Επιπλέον το πρόβλημα της συκοφαντίας ανάγκαζε πολλούς πολίτες να σύρονται στα δικαστήρια, χωρίς να έχουν διαπράξει κάποιο αδίκημα. Ο Μαντίθεος έρχεται σε αντίθεση με όλους αυτούς που εμπλέκονται σε δικαστικές υποθέσεις είτε ως κατήγοροι είτε ως κατηγορούμενοι και κερδίζει έτσι τη συμπάθεια των κριτών, ενισχύοντας με το ηθικό  αυτό επιχείρημα  την επιχειρηματολογία του.


  «προς τοίνυν …..τη πόλει»: Ο Μαντίθεος θα αφιερώσει τις §§ 13-18 στην πολεμική δράση του υπέρ της πατρίδας.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  13


ΓΕΝΙΚΑ

  Ο Μαντίθεος στην τελευταία περίοδο της § 12 προέτρεψε τους δικαστές να λάβουν υπόψη τους την πολεμική του δράση χάριν της πατρίδας του. Η αφήγηση αυτής της δράσης αρχίζει στην § 18. Παρατηρούμε ότι επιμένει σ’ αυτόν τον τομέα της δημόσιας ζωής του περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο. Ο ρήτορας γνωρίζει ότι οι συμπολίτες του εκτιμούσαν βαθιά όσους εκπλήρωναν με προθυμία και γενναιότητα τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις προς την πατρίδα τους επειδή πίστευαν ότι οι άντρες με υψηλό πατριωτικό φρόνημα είχαν δημιουργήσει το αθηναϊκό μεγαλείο, όπως διακήρυξε και ο Περικλής στον Επιτάφιο


  «οτε την συμμαχία εποιήσαθε προς Βοιωτούς»: ΄Όταν το 395 π.Χ. οι Σπαρτιάτες ήταν απορροφημένοι με τους αγώνες κατά των Περσών στη Μ. Ασία, η Θήβα άρχισε να διαβλέπει την πιθανότητα να γίνει το κέντρο ενός συνασπισμού εναντίον της Σπάρτης. Η Αθήνα ήταν έτοιμη να αρπάξει οποιαδήποτε ευκαιρία για να εξασθενήσει τη Σπάρτη εξάλλου οι δημοκρατικοί που είχαν εξοριστεί στη Θήβα από τους Τριάκοντα (με την υποστήριξη της Σπάρτης) χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στους Θηβαίους. ΄Ετσι, το 395 π.Χ. συνομολογήθηκε συμμαχία μεταξύ Αθηναίων και Βοιωτών, που στρεφόταν κατά των Λακεδαιμονίων. Ο Θρασύβουλος διάβασε το ψήφισμα στους Θηβαίους πρέσβεις για την από κοινού αντιμετώπιση των Λακεδαιμονίων (βλ. Ξενοφώντος, Ελληνικά, ΙΙΙ 5.16).
  Αποτέλεσμα της αντισπαρτιατικής κίνησης που δημιούργησαν οι Πέρσες στον Ελληνικό χώρο μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν ένας ακόμη εμφύλιος πόλεμος, ο «Βοιωτικός ή Κορινθιακός» (395-387 π.Χ.). Τα γεγονότα ξεκίνησαν όταν το Μάιο του 395 π.Χ. η σπαρτιατική κυβέρνηση έστειλε στη Φωκίδα το Λύσανδρο να αναλάβει την αρχηγία των στρατευμάτων των Φωκέων και άλλων φιλικών κρατών της κεντρικής Στερεάς. Συγχρόνως σχημάτισε ισχυρό σώμα που θα εισχωρούσε στη Βοιωτία από το νότο με αρχηγό τον Παυσανία. Οι Θηβαίοι από την πλευρά τους ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, με αποτέλεσμα τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας μεταξύ των δύο δυνάμεων.


  «εις Αλίαρτον»: Πόλη της Βοιωτίας κοντά στην Κωπαϊδα λίμνη. Εκεί οι Αθηναίοι με αρχηγό το Θρασύβουλο βοήθησαν το φθινόπωρο του 395 π.Χ. τους Θηβαίους που νίκησαν το Λύσανδρο μαζί με τα στρατεύματα των Φωκέων και των κατοίκων του Ορχομενού. Ο Λύσανδρος σκοτώθηκε από την αρχή της μάχης, ο στρατός του διαλύθηκε και άφησε 1000 νεκρούς στο πεδίο της μάχης.


  «υπό Ορθοβούλου»: Ο Ορθόβουλος, φύλαρχος της Ακαμαντίδας φυλής στην οποία ανήκε ο Μαντίθεος κρατούσε τον κατάλογο των στρατευμάτων της φυλής του.


  «τοις μεν ιππεύουσιν ασφάλειαν είναι δειν νομίζοντας, τοις δ’ οπλίταις κίνδυνον ηγουμένους»: Επειδή το πεζικό (φάλαγξ) των Λακεδαιμονίων ήταν πολύ ισχυρό, οι κίνδυνοι για τους αντιμαχόμενους Αθηναίους και Θηβαίους ήταν άμεσοι. Αντίθετα το ιππικό των Λακεδαιμονίων ήταν λιγότερο αξιόμαχο και επομένως οι Αθηναίοι ιππείς βρίσκονταν σε μαγελύτερη ασφάλεια.
  Είναι πράγματι γνωστό ότι τη δύναμη του Σπαρτιατικού στρατού αποτελούσαν οι οπλίτες, δηλαδή το βαρύ πεζικό, ενώ το ιππικό άρχισε σταδιακά να οργανώνεται μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αντίθετα οι Αθηναίοι οργάνωσαν ιππικό αμέσως μετά τους Μηδικούς πολέμους στο οποίο στρατεύονταν πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων που διέθεταν τα οικονομικά μέσα για τη συντήρηση του ίππου. Αποτελείτο από 1000 ιππείς.


  «ετέρων ανάβάντων επί τους ιππους αδοκιμάστων παρά τον νόμον»: Επειδή το ιππικό απαιτούσε αρκετή τεχνική, για την κατάταξη σε αυτό γινόταν προηγουμένως η «δοκιμασία» από τη βουλή των πεντακοσίων και επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο. Στην αρχή κάθε έτους η Βουλή δοκίμαζε τους ιππείς και τα άλογα τιμωρώντας αυτόν που δε διατηρούσε σε καλή κατάσταση το άλογό του. ΄Οσους ιππείς είχε εγκρίνει η Βουλή οι στρατηγοί δεν είχαν δικαίωμα να τους τοποθετήσουν στο πεζικό. Εξάλλου οι αδοκίμαστοι δεν είχαν δικαίωμα να στρατεύονται με τους ιππείς, αν κάποιος αδοκίμαστος τελικά στρατεύονταν στο ιππικό καταδικαζόταν σε «ατιμίαν» και δημευόταν η περιουσία του.
  Ο υποψήφιος ιππέας υποβαλλόταν δηλαδή σε έλεγχο προτού καταταγεί στο ιππικό. Στη δοκιμασία αυτή εξεταζόταν αν ο υποψήφιος:
  Α) είχε σωματική αρτιμέλεια
  Β) διατηρούσε σε καλή κατάσταση τον ίππο του
  ΄Οσοι πολίτες δεν κρίνονταν ικανοί για το ιππικό, στρατεύονταν ως οπλίτες .


  «εφην τω Ορθοβούλω….στρατεύεσθαι»: Με την αντίθεση των ενεργειών του Μαντίθεου και των άλλων (του πλήθους μέλλοντος κινδυνεύειν = αδειαν εμαυτω παρασκευάσαντα στρατεύεσθαι) ο Μαντίθεος τονίζει με ισχυρότατο επιχείρημα την άψογη συμπεριφορά του προς την πόλη και προβάλλει την αντίληψή του ότι η συμμετοχή στους κινδύνους για τη σωτηρία της πατρίδας αποτελεί ύψιστη υποχρέωση των πολιτών.


  «υπό Ορθοβούλου κατειλεγμένος…..καταλόγου»: Με την ισχυρή αντίθεση  αποκαλύπτεται από τη μία ο φόβος που ώθησε ορισμένους οπλίτες να παρανομήσουν και να στρατευθούν με το ιππικό για να αποφύγουν τον κίνδυνο και από την άλλη η ευαισθησία και γενναιότητα του Μαντίθεου, που συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο εκ διαμέτρου αντίθετο. Η εμφαντική παρουσία του υποκειμένου «εγώ» αποκαλύπτει με πόση υπερηφάνεια αφηγείται την πρωτοβουλία του να ζητήσει από τον Ορθόβουλο να τον διαγράψει από τον κατάλογο των ιππέων για να πολεμήσει με τους οπλίτες, που επρόκειτο να εκτεθούν σε μεγάλο κίνδυνο.


  «ηγούμενος   στρατεύεσθαι»: Ο Μαντίθεος τονίζει ότι θα αισθανόταν ντροπή να βλέπει τον κύριο όγκο των συμπολιτών του να κινδυνεύουν και ο ίδιος ως ιππέας να είναι εξασφαλισμένος. Σύμφωνα με την ηθική του φιλοσοφία τα βάρη των πολεμικών κινδύνων έπρεπε να σηκώσουν όλοι εξίσου.


 ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΗΘΗ
 





  Ήθος ομιλητή :      .σώφρων πολίτης που απέφευγε την ανάμειξη σε επικίνδυνες πολιτικές ενέργειες
                                     .φιλάνθρωπος χαρακτήρας, δεδομένου ότι και αν ακόμα μετείχε ως ιππέας, δε θα έβλαπτε κανέναν συμπολίτη του

  Ήθος αντιπάλων   .συκοφάντες που βασίζονται σε ανυπόστατα τεκμήρια, εκκινούμενοι από το μένος τους για τους φιλοολιγαρχικούς πολίτες.



ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ
 
 




§  αντιθέσεις  (2η άσκηση Σχ. Βιβλίου)
§  επανάληψη – υπερβολή
                μηδεπόποτέ μοι μηδέ προς ένα μηδέν………..
§  λιτότητας
            ου πολλης ουσίας
§  μεταφορά
                δύο αδερφάς εξέδωκα
§  περίφραση
                τυγχάνουσι τας διατριβάς ποιούμενοι
§  υπερβατό
                 ουκ αν τοιαύτην γνώμην ειχον
§  ομοιοτέλευτο
                 ετέρων – απάντων – αναβάντων



           ΣΧΟΛΙΑ
 
 
ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  15

Γενικά

  Η § είναι πολύ σημαντική για τη χρονολόγηση του έργου. Η αναφορά στην εκστρατεία της Κορίνθου και συγκεκριμένα στη μάχη της Νεμέας τοποθετεί την εκφώνησή του μετά το 394 π.Χ.  (χρονολογία διεξαγωγής της μάχης). Επιπλέον το ότι κατονομάζεται ο Θρασύβουλος με ειρωνικούς χαρακτηρισμούς («σεμνός») και αναφορές στη συμπεριφορά του είναι ένδειξη ότι την ώρα της εκφώνησης του λόγου είναι «εν ζωη». ΄Αρα ο λόγος εκφωνήθηκε πριν το 389 π.Χ.  (χρονολογία φόνου του Θρασύβουλου).


  «εις Κόρινθον εξόδου γενομένης»:  Ο Μαντίθεος αναφέρεται στην εκστρατεία στην Κόρινθο που επιχείρησαν οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους (Κορίνθιοι, Βοιωτοί και Αργείοι) κατά των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, τον Ιούλιο του 394 π.Χ. Η αποστολή των Αθηναίων περιλάμβανε 6000 οπλίτες ιππείς με αρχηγό το Θρασύβουλο.


  «και πάντων προειδότων ότι δεήσει κινδυνεύει»:  Και οι δύο αντίπαλοι στρατοί ήταν ισοδύναμοι. Οι Λακεδαιμόνιοι βέβαια θεωρούνταν «φαβορί» για τη νίκη αφού μέχρι εκείνη την ώρα ήταν αήτητοι. Οι Αθηναίοι όμως σύμφωνα και με τη νοοτροπία τους (οι τα τε δεινά και ηδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες και δια ταυτα μη αποτρεπόμενοι εκ των κινδύνων». Επιτ.40) είχαν πάρει απόφαση να πολεμήσουν όσο χρειάζεται, χωρίς να υποχωρήσουν.


  «ετέρων αναδυομένων….τοις πολεμίοις»: ΄Οσο γενναίο φρόνημα κι αν είχαν αναπτύξει, όσο πολεμική ψυχολογία κι αν είχαν καλλιεργήσει, όσο κι αν είχαν γαλουχηθεί με την αίσθηση της επιτέλεσης του χρέους τους προς την πατρίδα, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αποδείχτηκε για μερικούς στρατιώτες ισχυρότερο. Τη δύσκολη ώρα προτίμησαν την οπισθοχώρηση. Ο Μαντίθεος παρουσιάζει αυτήν την εικόνα όχι για να κατηγορήσει όσους δεν φάνηκαν αντάξιοι των περιστάσεων αλλά για να ξεχωρίσει τη δική του στάση που ως οπλίτης πολέμησε στην πρώτη γραμμή («τεταγμένος της πρώτης») με εξαιρετική γενναιότητα.


  «και μάλιστα της ημετέρας…..εναποθανόντων»: Παρουσιάζεται το αποτέλεσμα της μάχης που δόθηκε στη Σικυώνα της Νεμέας προς ανατολάς του Φλιούντος. Με ήπιο τόνο η φυλή του δεν χαρακτηρίζεται νικημένοι, αλλά αποτυχημένη. Στην πραγματικότητα όμως είχε νικηθεί ολοκληρωτικά. Η μάχη ανάμεσα στους Λακεδαιμόνιους και τους Αθηναίους κατέληξε σε οδυνηρή ήττα με μεγάλες απώλειες για την Ακαμαντίδα φυλή στην οποία ανήκε ο Μαντίθεος και τις άλλες πέντε φυλές που πολεμούσαν μαζί.
  Οι Λακεδαιμόνιοι επικράτησαν με αρχηγό τον Αριστόδημο. Μετά από λανθασμένες ενέργειες πολεμικής τακτικής εκ μέρους των Βοιωτών και χάρη στη στρατηγική του αρχηγού τους Αριστόδαμου, οι Λακεδαιμόνιοι περικύκλωσαν και συνέτριψαν τις έξι ακραίες φυλές των Αθηναίων. ΄Επειτα αφήνοντας τις υπόλοιπες τέσσερις να καταδιώκουν τους Τεγεάτες ιππείς επέπεσαν εναντίον των Αργείων και μετά των Κορινθίων σκοτώνοντας πολλούς και από αυτούς. Τόσο ευνοϊκά εξελίχθηκε η μάχη για τους Λακεδαιμόνιους που στο τέλος μέτρησαν 8 νεκρούς και οι σύμμαχοί τους 1.100, ενώ οι αντίπαλοί τους 2.800.


  «ύστερος ανεχώρησα…..δειλίαν ωνειδικότος» Ο Μαντίθεος συγκρίνει τον εαυτό του ακόμα και με το Θρασύβουλο. Ο Αθηναίος στρατηγός που κατέλυσε την τυραννία των Τριάκοντα και αποκατέστησε με τις ενέργειές του τη δημοκρατία στην Αθήνα, για εκείνη τη μάχη είχε κατηγορήσει όλους (!) τους συμπολεμιστές του ως δειλούς («πασιν ανθρώποις δειλίαν ωνειδικότος»).
  Κατονομάζεται ως «Στειριεύς» γιατί ανήκε στο δήμο Στειρία που υπαγόταν στην Πανδιονίδα φυλή. Ο δήμος αυτός βρισκόταν ΒΔ του Πόρτο-Ράφτη, στις αρχαίες Πρασιές.
  Εδώ χαρακτηρίζεται «σεμνός», επιβεβαιώνοντας το χαρακτηρισμό που βρίσκουμε στο σχολιαστή του Αριστοφάνη «αυθάδης και υπερόπτης του δήμου». Ο Μαντίθεος έμμεσα αλλά σκόπιμα θυμίζει στους δικαστές την πρόσφατη κακή συμπεριφορά του στρατηγού (που τελικά οπισθοχώρησε) προς το σύνολο των γενναίων Αθηναίων. Ενισχύεται έτσι το συμπέρασμα που είχε γίνει φανερό από την προηγούμενη σύγκριση ο Μαντίθεος πολέμησε γενναιότερα από όλους.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  16


  «εν Κορίνθω χωρίων    παριέναι»: Οι σύμμαχοι Κορίνθιοι, Θηβαίοι, Αθηναίοι παρά τη νίκη του αντίπαλου συνασπισμού (Σπαρτιατών και των συμμάχων τους) κατείχαν οχυρές θέσεις στην Κόρινθο και πέτυχαν να ελέγχουν τον Ισθμό, εμποδίζοντας έτσι τους Σπαρτιάτες του Αριστόδημου να βοηθήσουν τον Αγησίλαο που είχε φτάσει στη Βοιωτία. Μόνο 600 άνδρες περίπου, μια μοίρα δηλ. στρατού κατάφεραν τελικά να τον πλησιάσουν.


  «Αγησιλάου δ’ εις ….εμβαλόντος»: Ο Αγησίλαος, ο πιο ικανός βασιλιάς της Σπάρτης, ήταν γιος του Αρχίδαμου της δυναστείας των Ευρυπωντιδών και διαδέχτηκε τον αδελφό του ΄Αγι τον Β΄. Παρότι κοντός ως προς το ανάστημα και ανάπηρος, αναδείχτηκε άριστος στρατηγός. Το 396 π.Χ. επιχείρησε νικηφόρα εκστρατεία εναντίον των σατραπών της Μ. Ασίας (Τισσαφέρνη και Φαρνάβαζου). Για να απελευθερώσει της Ελληνικές πόλεις από τους Πέρσες και να καταλύσει το Περσικό κράτος για τα δεινά που είχε προκαλέσει στους ΄Έλληνες. ΄Όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία του αυτή, γιατί με εντολή των Εφόρων αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επιτεθεί στον αντισπαρτιατικό συνασπισμό Αθηναίων, Αργείων, Βοιωτών και Κορινθίων, ο οποίος είχε συγκροτηθεί με περσικά χρήματα. Τον Αύγουστο του 392 π.Χ. έφτασε στη Βοιωτία με 20.000 περίπου άνδρες. Τους συνασπισμένους συμμάχους, τους νίκησε στην Κορώνεια το 392 π.Χ., μετά τη μάχη της Νεμέας και της Κορινθίας.


  «φοβουμένων απάντων – προσελθών εγώ τον ……πέμπειν»: Εύστοχα ο Λυσίας στο σημείο αυτό, αντιπαραθέτει τον καθολικό και σαφώς δικαιολογημένο φόβο των στρατιωτών στην τολμηρή και γενναία απόφαση του Μαντίθεου.


  Εικότως, ω βουλή….ιέναι»: Επιχείρημα ψυχολογικό αλλά και άκρως ρεαλιστικό είναι πολύ δύσκολο και ταυτόχρονα φοβερό για έναν στρατιώτη, που έχασε τη μάχη και παραλίγο και τη ζωή του, να ξαναριχτεί σ’ αυτή τη δοκιμασία μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα με πεσμένο ηθικό και μάλιστα αντιμετωπίζοντας έναν αντίπαλο σαν τον Αγησίλαο.


  «τον ταξίαρχον»: Ταξίαρχος ήταν ο διοικητής της τάξεως, του πεζικού δηλ. σώματος της κάθε φυλής. Οι δέκα ταξίαρχοι (ένας από κάθε φυλή) εκλέγονταν κάθε χρόνο με χειροτονία και μαζί με τους 10 στρατηγούς ώριζαν με κλήρο τις φυλές οι οποίες έπρεπε να εκστρατεύσουν σε κρίσιμες περιστάσεις. Στο σημείο αυτό τονίζεται η έκκληση του Μαντίθεου, να σταλεί η φυλή του για να βοηθήσει τους συμμάχους που κινδύνευαν στη Βοιωτία, αλλά η επιθυμία του δεν πραγματοποιήθηκε, διότι δε συμμετείχε στη μάχη της Κορώνειας.


ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ  17



  «ει τινες….αποδιδράσκουσιν»: Γίνεται σαφής η σύνδεση υποχρεώσεων –δικαιωμάτων. Μόνο όποιος δεν απέφευγε τη στρατιωτική υπηρεσία μπορούσε να έχει την απαίτηση να αναλάβει δημόσια αξιώματα.
  Με τα λόγια αυτά ο Μαντίθεος ίσως υπαινίσσεται το Θρασύβουλο ο οποίος για αρκετά χρόνια μετά τη μάχη της Νεμέας ήθελε να συμμετέχει στην εξουσία αλλά όχι στους πολέμους.


  «ου γαρ μόνον…..κινδυνεύειν ετόλμων»: Η προθυμία του κατά τους πολεμικούς κινδύνους του δίνει το δικαίωμα να υπερηφανεύεται ότι πάντα εκπλήρωνε το καθήκον του και εκτελούσε όλες τις διαταγές που του έδιναν περιφρονώντας τους κινδύνους και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αξίζει να διευθύνει τα κοινά της πατρίδας ως βουλευτής.
  Με το ρήμα «ετόλμων» υπενθυμίζει στους δικαστές όλα όσα έχει αναπτύξει στις προηγούμενες παραγράφους για τη διαγωγή του στο δημόσιο βίο της Αθήνας, όπως στην
§ 13 τους είχε μιλήσει για την εκστρατεία στην Αλίαρτο, όπου αν και ιππεύς, ζήτησε να πάρει μέρος, σε επικίνδυνη θέση, στις τάξεις του πεζικού. Στην § 15 τους είχε θυμίσει ότι κατά την εκστρατεία της Κορίνθου, πολέμησε στην πρώτη γραμμή με ανδρεία ως το τέλος της μάχης. Τέλος στην § 16 τους είχε αναφέρει ότι κατά την εισβολή του Αγησιλάου στη Βοιωτία, είχε παρουσιαστεί στον ταξίαρχο και τον παρακάλεσε να σταλεί το τάγμα του, χωρίς κλήρωση, εναντίον του εχθρού.


  «και ταυτ’ εποίουν….απάντων των δικαίων τυγχάνοιμι»: Εδώ τονίζει ότι δεν θέλει να ωφεληθεί άδικα από τους δικαστές (δηλαδή δε θα ήταν δυνατόν να λυπηθεί, αν αποδοκιμαζόταν ως βουλευτής δίκαια). Είναι σίγουρος ότι υπήρξε καλύτερος πολίτης από άλλους, αφού εκτελούσε πάντα τα καθήκοντά τους όχι μόνο λόγω υποχρέωσης, αλλά και με ιδιαίτερο θάρρος. ΄Αρα δίκαια πρέπει να αθωωθεί.



ΠΑΡ. 18-9

  Οι δύο ημιπερίοδοι εισάγουν ένα νέο θέμα: Πως πρέπει οι Αθηναίοι να αξιολογούν τους πολιτευόμενους και για ποιο λόγο.  Κατά το Μαντίθεο κριτήριο αξιολόγησης είναι η προσφορά προς την πατρίδα και όχι η εξωτερική εμφάνιση. Το νοηματικό βάρος πέφτει στον εμπρόθετο προσδιορισμό «εκ των τοιούτων», διότι:
          Α. συνδέει νοηματικά με τα προηγούμενα
          Β. αποτελεί το μέτρο αξιολόγησης
          Γ. αποτελεί τη βασική προϋπόθεση του «φιλοτίμως και κοσμίως πολιτεύεσθαι», στο οποίο αποσκοπεί η δοκιμασία.
   Η αιτιολόγηση στηρίζεται στην αντίθεση των ρημάτων «βλάπτει – ωφελείσθε»: Η πράξη αξιολογείται θετικά όχι μόνο από την ωφέλειά της, αλλά και από την έκταση που αυτή έχει. Αυτός που με τη θέλησή του θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του για την πατρίδα προσφέρει τη μεγαλύτερη ωφέλεια, διότι ωφελεί το σύνολο. Εξάλλου η κάθε πράξη αξιολογείται από το κίνητρο, την ποιότητά της και το αποτέλεσμά της. (βλ. Επιτάφιος Περικλή, Θουκ. Β42)
  Αξιοσημείωτη είναι η σκόπιμη και έξυπνη χρήση του β΄προσώπου από το Λυσία στη φράση: «απαντες υμεις ωφελεισθε»: είναι κατά κάποιον τρόπο δεσμευτική για ευνοϊκή προς τον πελάτη του απόφαση των Βουλευτών.


  Η πρώτη ημιπερίοδος της § 19  λογικό συμπέρασμα των προηγουμένων, θέτει το ορθό μέτρο αξιολόγησης του Μαντίθεο από τους κριτές – Βουλευτές, ενώ η δεύτερη το τεκμηριώνει. Αυτό που πιθανότατα υποχρέωσε το ρήτορα να υποδείξει τεκμηριωμένα το ορθό μέτρο αξιολόγησης του Μαντίθεο ήταν ο ενδόμυχος φόβος του μήπως η εκ πεποιθήσεως εμφάνιση του Μαντίθεου, που ήταν προκλητική για τους δημοκρατικούς, επηρεάσει αρνητικά την κρίση των Βουλευτών σε μια εποχή που οι μνήμες του τυραννικού καθεστώτος των Τριάκοντα ήταν ακόμα νωπές (πβ. Τη νεοελληνική έκφραση «ο τύπος τρώει την ουσία».
  Η υπεροχή της λογικής έναντι του αισθήματος τεκμηριώνεται και εκφράζεται στην τελευταία ημιπερίοδο: πρόκειται για την αντίθεση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι», που εκφράζεται με τις εναντιωματικές μετοχές «διαλεγόμενοι», «εμπεχόμενοι», αμελουντες» και τα αντίστοιχά τους ρήματα «γεγόνασι» και «εισιν ειργασμένοι».


ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΗΘΗ

΄Ηθος ομιλητή: φιλοπατρία που αποδείχθηκε εμπράκτως με τη στρατιωτική του συμμετοχή σε κρίσιμες περιόδους. Με αυτό το στοιχείο του ήθους του τονίζει το ασφαλές κριτήριο αξιολόγησης του πολίτη και την ουσία της δοκιμασίας η εμπράγματη προσφορά προς την πόλη.
Ήθος αντιπάλων: υποκριτές και κακόβουλοι τον κατήγγειλαν για φιλολακωνισμό, επικαλούμενοι ένα αβάσιμο στοιχείο, την εξωτερική του εμφάνιση, που δε ζημιώνει κανέναν και αγνοώντας σκόπιμα την προς την πατρίδα προσφορά του.


ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ


§  υπερβολή
ουδεμιας απελείφθην πώποτε…
πάντα τον χρόνον διατετέλεκα ….αναχωρων
§  αντιθέσεις
μετά των πρώτων μεν ….μετά των τελευταίων δε ….
Ουκ απ’ οψεως….αλλ’ εκ των εργων….
Φιλειν, μισειν….σκοπειν….
Πολλοί μεν μικρόν διαλεγόμενοι, αμπεχόμενοι, αιτιοι γεγόνασιν….ετεροι δε αμελουντες εισιν ειργασμένοι
Το κυρίαρχο υφολογικό χαρακτηριστικό των παραγράφων 18-19 είναι η αντίθεση. Με αντιθετικούς συλλογισμούς ο ρήτορας προσπάθησε να πείσει τους βουλευτές ότι οι πολίτες πρέπει να αξιολογούνται από την πατριωτική και κοινωνική τους προσφορά και όχι από την εξωτερική εμφάνιση, από το «είναι» και όχι από το «φαίνεσθαι», βάσει των υπαγορεύσεων της λογικής και αντικειμενικότητας και όχι του συναισθήματος και υποκειμενικότητας.



             ΣΧΟΛΙΑ
 
 




  Στις §§ 20-21 τυπικά βρισκόμαστε στον επίλογο  λόγου όπου εκτίθενται
          Α) ο σκοπός της πρώτης δημηγορίας του Μαντιθέου
          Β) το κίνητρο ενασχόλησης του με τα κοινά για να αντικρούσει μια ακόμα πιθανή κατηγορία σε βάρος του



Για την αγόρευσή του μπροστά στο λαό σε μικρή ηλικία ο ρήτορας δίνει δύο εξηγήσεις:

  Α) εγώ το μεν πρωτον ηναγκάσθην υπέρ των εμαυτού πραγμάτων δημηγορησαι

  Το ηναγκάσθην δείχνει ότι η πρώτη αγόρευση ήταν αποτέλεσμα ανάγκης. Προφανώς εδημηγόρησε για διασώσει την πατρική περιουσία από τον κίνδυνο δήμεσης, ίσως επειδή η νομοθεσία μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας έθιγε κάποια ιδιοκτησιακά του δικαιώματα (βλ. § 10 δια τας συμφοράς του πατρός).
  Β) και εμαυτω δοκω φιλοτιμότερον διατεθηναι του δέοντος
   Επειδή αντιλαμβάνεται πως αυτή η ειλικρινής παραδοχή της υπέρμετρης φιλοδοξίας προκάλεσε άσχημη εντύπωση γνωστοποιεί πια κίνητρα προκάλεσαν αυτή την πρώιμη συμμετοχή του στα κοινά.


Τα πραγματικά κίνητρα της στάσης του φαίνονται μέσα από τις δύο  αιτιολογικές μετοχές και τα συμπληρώματά τους
  Α) αμα μεν ενθυμούμενος ότι ουδέν πέπααυναι τα της πόλεως πράττοντες:  η προγονική παράδοση απαιτούσε την ενασχόλησή του με τα κοινά.
  Β) αμα δε και υμας ορων τους τοιούτους μόνους <τινός> αξίους νομίζοντας είναι:
Κυρίως αυτό που κέντρισε τη φιλοδοξία του ήταν η άποψη της πολιτείας ότι μόνο όσοι ασχολούνται με τα κοινά θεωρούνται άξιοι πολίτες.


  «ότι νεώτερος….ενθυμούμενος»: Αν και την εποχή που αγόρευσε ο Μαντίθεος είχαν εξαλειφθεί οι περιορισμοί σε βάρος των νέων στις συνελεύσεις της εκκλησίας του δήμου, υπήρχε η αντίληψη (διαδεδομένη και σήμερα και όχι αδικαιολόγητη) πως οι πρεσβύτεροι επιβάλλεται να έχουν τον πρώτο λόγο εξαιτίας της πείρας τους. Οι νεότεροι επομένως δεν τολμούσαν εύκολα να πάρουν το λόγο όχι μόνο στις συνελεύσεις του δήμου, αλλά ούτε και στις συζητήσεις που γίνονταν στην αγορά, σε συμπόσια και άλλες περιστάσεις. Ο Μαντίθεος προσπαθώντας να δικαιολογήσει την παλαιότερη αγόρευσή του επιδιώκει να εξαλείψει κάθε σκιά δυσαρέσκειας που ενδέχεται να προκάλεσε η μέχρι τώρα συμπεριφορά του και να φανεί αρεστός σε όσο το δυνατόν περισσότερους. Απολογείται σαν να έκανε κατάχρηση δικαιώματος. Γι’ αυτό και στη συνέχεια παραδέχεται ότι οι φιλοδοξίες του ήταν ενδεχομένως υπερβολικές («και εμαυτω δοκω φιλοτιμότερον διατεθηναι του δέοντος»), αλλά ταυτόχρονα με έντεχνο τρόπο επαινει τους γηραιότερους που προτρέπουν τους νέους να ασχολούνται με την πόλη («λέγειν και πράττειν υπέρ της πόλεως»). Εξάλλου υποστηρίζει ότι τότε αναγκάστηκε να αγορεύσει για να υπερασπίσει τα συμφέροντά το


  «ότι ουδέν πέπαυνται….νομίζοντες είναι»:: Η Αθηναϊκή πολιτεία στηριζόταν στο ενδιαφέρον των πολιτών για τη διοίκηση της πόλης και τη συμμετοχή τους σε αυτή. Η ενασχόληση όλων των πολιτών για τη διοίκηση της πόλης και τη συμμετοχή τους σε αυτή. Η ενασχόληση όλων των πολιτών με τα κοινά ενθαρρυνόταν με κάθε μέσο ενώ η αδιαφορία για τις κρατικές υποθέσεις αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση και σκωπτικά σχόλια. Ο Περικλής στον «Επιτάφιο» αναφέρει ότι οι Αθηναίοι «το μηδέν τωνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρειον νομίζομεν» (αυτόν που δε μετέχει στη διοίκηση της πόλης δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, Θουκ. Β’ 40) δείχνοντας χαρακτηριστικά τις σχετικές αντιλήψεις των Αθηναίων που εκτιμούσαν μόνο όσους συμπεριφέρονταν σωστά προς την πόλη και παραμελούσαν τους άλλους. Σε παλαιότερη εποχή ο Σόλωνας είχε θεσπίσει νόμο που κήρυσσε άτιμους (δηλαδή τους στερούσε τα πολιτικά δικαιώματα) όσους έμεναν ουδέτεροι και αδιάφοροι σε περίπτωση στάσεως (πολιτικής αναταραχής). Τον 4ο αιώνα μάλιστα έφτασαν στο σημείο να θεσπίσουν αμοιβή για τη συμμετοχή στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου για να εξασφαλίσουν την παρουσία των πολιτών σε αυτές, κάτι όμως που κατηγόρησε έντονα και δικαίως ο Αριστοφάνης καθώς υποστήριζε ότι το ενδιαφέρον για τις υποθέσεις της πατρίδας δεν είναι δυνατόν να στηρίζεται σε οικονομικά κίνητρα.


  «υμας οτων….ειναι»: Ο ρήτορας με την παρενθετική πρόταση επαινεί τους βουλευτές επειδή πράγματι θεωρούν άξιους πολίτες μόνον όσους ασχολούνται με τις υποθέσεις της πολιτείας.


  «ώστε ορων υμας….τις ουκ αν επαρθείη….πόλεως»: Ο Μαντίθεος δικαιολογεί τεχνηέντως τη φιλοδοξία του αποδίδοντάς την σε κάθε Αθηναίο πολίτη και μάλιστα θεωρώντας ως υπαιτίους αυτής της γενίκευσης τους Βουλευτές. Βρίσκει την ευκαιρία να εγκωμιάσει τους Βουλευτές, οι οποίοι με τη στάση τους εμπνέουν τους πολίτες και τους παροτρύνουν να ασχολούνται ενεργά με τα κοινά.


  «ετι δε….αλλ’ υμεις»: Ο Μαντίθεος εγκωμιάζει το θεσμό της δοκιμασίας λέγοντας πως τελικά οι βουλευτές δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από κανένα άρχοντα, αφού τελικά θα κριθεί και αυτός από τους ίδιους όπως όλοι χωρίς καμιά διάκριση. Κλείνοντας το λόγο του συγκεντρώνει την προσοχή του ακροατηρίου με μια ρητορική ερώτηση (που ισοδυναμεί με έντονη άρνηση) που παρουσιάζει πόσο αντιφατικό θα ήταν να απορρίψουν αυτόν που ακολουθούσε πάντα το παράδειγμά τους ή να φοβούνται τη στιγμή που είναι μόνοι και απόλυτοι κριτές των πράξεών του. Τονίζει επομένως ότι δεν υπάρχει λόγος να δυσανασχετούν με τέτοιους πολίτες, τους οποίους οι ίδιοι με τη στάση τους παρακίνησαν να ασχοληθούν με τα κοινά, διότι εκείνοι οι ίδιοι θα τους κρίνουν με δοκιμασία και όχι άλλοι.


  Γενικά:

  Ο Μαντίθεος εγκωμιάζει το θεσμό της δοκιμασίας λέγοντας πως τελικά οι βουλευτές δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από κανένα άρχοντα, αφού τελικά θα κριθεί και αυτός από τους ίδιους όπως όλοι χωρίς καμιά διάκριση. Κλείνοντας το λόγο του συγκεντρώνει την προσοχή του ακροατηρίου με μια ρητορική ερώτηση (που ισοδυναμεί με έντονη άρνηση) που παρουσιάζει πόσο αντιφατικό θα ήταν να αποφφίψουν αυτόν που ακολουθούσε πάντα το παράδειγμά τους ή να φοβούνται τη στιγμή που είναι μόνοι και απόλυτοι κριτές των πράξεών του. Τονίζει επομένως ότι δεν υπάρχει λόγος να δυσανασχετούν με τέτοιους πολίτες, τους οποίους οι ίδιοι με τη στάση τους παρακίνησαν να ασχοληθούν με τα κοινά, διότι εκείνοι οι ίδιοι θα τους κρίνουν με δοκιμασία και όχι άλλοι.


ΡΗΤΟΡΙΚΑ ΗΘΗ



  Ήθος ομιλητή: Ο Μαντίθεος μετανοημένος για το νεανικό του σφάλμα, το αποδίδει στο ζήλο του να μιμηθεί τους ένδοξους προγόνους του και να φανεί αντάξιος της δημοκρατικής παράδοσης της Αθήνας.

  Ήθος ακροατών:Η αναφορά στο ένδοξο παρελθόν της πόλης προκάλεσε όπως ήταν φυσικό, αισθήματα υπερηφάνειας στους Αθηναίους ακροατές και άρα ευνοϊκή διάθεση απέναντι στο Μαντίθεο. Το ίδιο ευνοϊκά σε αυτό το σημείο πρέπει να διάκεινται και οι βουλευτές αφού ως εμπνευστές του δεύτερου κινήτρου ο Μαντίθεος θεωρεί τους ίδιους, οι οποίοι είναι ακροατές του πνεύματος της πολιτείας, υπηρέτες και προστάτες του κοινού συμφέροντος.


ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

§  ρητορικές ερωτήσεις
τις ουκ αν επαρθείη: ισοδυναμεί με έντονη κατάφαση (=πάντες αν επαρθείησαν) και παρουσιάζει όλους να διακατέχονται από φιλοδοξία για δημόσια προσφορά.
Τι αν τοις τοιούτοις αχθοισθε: ισοδυναμεί με έντονη άρνηση (=ουδεμία αιτία εστιν, ώστε τούτοις αχθεσθαι). Διασκεδάζει κάθε ανησυχία των βουλευτών για όσους πολίτες εκδηλώνουν πολιτικές φιλοδοξίες και ταυτόχρονα επιδοκιμάζει το θεσμό της δοκιμασίας. Γιατί να ανησυχείτε για τέτοιους πολίτες αφού εσείς είστε που με το θεσμό της δοκιμασίας θα κάνετε τον τελικό έλεγχο και θα τους κρίνετε;


ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

  Ο Επίλογος σύμφωνα με τη Ρητορική του Αριστοτέλη (1419 b 11) προσπαθεί να επιτύχει τους παρακάτω σκοπούς:
          Α) να δημιουργήσει στους ακροατές ευνοϊκή διάθεση για τον ομιλητή και αρνητική για τον αντίπαλο.
          Β) να εξάρει ή να μειώσει τη σημασία ορισμένων γεγονότων
          Γ) να διεγείρει το πάθος στην ψυχή του ακροατή (παθοποιία)
          Δ) να ξαναθυμίσει τα γεγονότα για τα οποία έγινε λόγος (ανάμνηση)
    Ωστόσο, η απουσία στον επίλογο του «Υπέρ Μαντιθέου» παθοποιίας, ανάμνησης και ιδιαίτερης προσπάθειας να εξασφαλίσει ο ρήτορας την εύνοια των βουλευτών δικαιολογείται καθώς
          Α)ταιριάζει με τον τόνο αυτοπεποίθησης από τον οποίο κυριαρχείται ολόκληρος ο λόγος
          Β)ταιριάζει με το ύφος του Λυσία που σε όλο το έργο έχει παραλείψει οτιδήποτε τεχνητό ή προετοιμασμένο και στηρίχτηκε εξολοκλήρου στην εντύπωση που θα προξενούσε η προσωπικότητά του.









  1.                                                             


     ΓΕΝΙΚΗ  ΘΕΩΡΗΣΗ  ΤΟΥ  ΛΟΓΟΥ 

    Η απολογία του Μαντιθέου χωρίζεται σε δύο μέρη. Ποιο είναι το θέμα του κάθε μέρους και ποιο, κατά τη γνώμη σας, είναι το σπουδαιότερο;  Να αιτιολογήσετε την άποψή σας

  Η διήγηση – απόδειξη (§ 4-19) του λόγου αποτελείται πράγματι από δύο μέρη. Και αυτό γιατί η απολογία δεν αφορά μια ιδιωτική ή δημόσια δίκη, αλλά λογοδοσία του εξεταζόμενου πολίτη.
  ΄Ετσι στο πρώτο μέρος του λόγου (§  4-8) o Mαντίθεος ανασκευάζει τις κατηγορίες εις βάρος του, ότι δηλαδή συμμετείχε στις πολιτικές εξελίξεις την εποχή των τριάκοντα και ότι υπηρέτησε ως ιππέας την ίδια εποχή. Το δεύτερο μέρος του λόγου (§  9-19) αναφέρεται γενικότερα στο δημόσιο και ιδιωτικό του βίο και στόχο έχει να αποδείξει ότι:
          Α) υπήρξε τίμιος αδερφός (§ 10).
          Β) διέφερε από τους ακόλαστους νέους της εποχής του (§ 11).
          Γ) δεν αναμείχθηκε ποτέ σε δικαστικού αγώνες (§ 12)
          Δ) με τρόπο αλτρουϊστικό μετείχε σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις για χάρη της πόλης του (§ 13-18).
          Ε) επεδίωξε με έργα και όχι επιφανειακά την καταξίωσή του
  Η αναδρομή σε αυτήν τη μέχρι τότε διαγωγή του, δηλαδή το δεύτερο μέρος του λόγου είναι σπουδαιότερο από το πρώτο γιατί διαγράφει εκτενέστερα όλες τις πτυχές της προσωπικότητάς του. ΄Αλλωστε  κατά τον Αριστοτέλη (κυριωτάτην έχει πίστιν το ηθος) δηλαδή το ήθος του ομιλητή. Επιπρόσθετα, η αναφορά στην ανωτερότητα του ήθους ισχυροποιεί τα επιχειρήματα σχετικά με την ανασκευή του κατηγορητηρίου στην πρώτη ενότητα.
  ΄Αρα ήταν σκόπιμη η αναλυτική αυτή αναφορά από το Λυσία, έστω και με τον κίνδυνο που βέβαια αποσοβήθηκε από τη ρητορική κομψότητα – να κουράσει τους δικαστές.


  1. Το σημαντικότερο γνώρισμα της τέχνης του Λυσία στο συγκεκριμένο λόγο είναι η ηθοποιία. Πως ζωγραφίζει ο επιδέξιος λογογράφος τον πελάτη του;

  H ηθοποιία, χαρακτηριστικό της τέχνης του Λυσία, κατά το Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα είναι «ευπρεπεστάτη αρετή». Πράγματι ο ρήτορας πετυχαίνει να προσαρμόσει το λόγο του στην προσωπικότητα του πελάτη του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι ο λόγος φέρει την προσωπική σφραγίδα του ομιλητή και όχι επαγγελματία λογογράφου.
  ΄Όπως λοιπόν ταιριάζει στο Μαντίθεο που είναι γόνος ολιγαρχικής φιλοσπαρτιατικής οικογένειας, ο Λυσίας σκιαγραφεί τον πελάτη του έτσι ώστε να διακρίνεται από σοβαρότητα, ειλικρινή πίστη στις παραδόσεις, υπερηφάνεια και αυθορμητισμό. Ο λόγος του σε ορισμένα σημεία είναι απότομος, σκληρός, χωρίς περιττές αναφορές, όπως άρμοζε στο σκληρό στρατιωτικό του ήθος. Η σκληρότητα, βέβαια, αυτή δεν τον απέτρεψε από εκδηλώσεις ενδιαφέροντος προς την οικογένειά του καθώς και πρωτοβουλίες ανθρωπιστικού περιεχομένου προς τους συμπολίτες του.
  Χαρακτηριστικό τέλος της προσωπικότητας, που αριστοτεχνικά αποδίδεται στον κατηγορούμενο είναι και η αυτοπεποίθησή του για την έκβαση της εξέτασής του, γεγονός που αγγίζει τα όρια αλαζονείας. Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο ότι είναι και αυτό στοιχείο που μπορεί να απορρέει από την αυστηρότητα του ήθους του.


  1. Ποιος ο ρόλος της δοκιμασίας των αρχόντων στη διασφάλιση της δημοκρατίας;

  Με το θεσμό της δοκιμασίας πιστοποιούνταν η ύπαρξη δημοκρατίας και ελευθεροστομίας στην Αθήνα. Και αυτό γιατί δινόταν η δυνατότητα στο δοκιμαζόμενο να απολογηθεί για τη ζωή του, σε κάποιον κατήγορο να παρέμβει σε βάρος του δοκιμαζόμενου και στους δύο μαζί να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους. Παράλληλα ο θεσμός της δοκιμασίας ήταν πολύ σημαντικός για την διασφάλιση της ορθής λειτουργίας της δημοκρατίας για τους παρακάτω κυρίως λόγους.
  Ο θεσμός αυτός λειτουργούσε ως κίνητρο προς τους Αθηναίους πολίτες, καθώς γνώριζαν πως θα μπορούσαν να μετέχουν στα δημόσια λειτουργήματα μόνο εάν κατά την εξέτασή τους έπειθαν ότι ανταποκρίνονταν στο παρελθόν πλήρως στα καθήκοντά τους ως πολίτες και ως άνθρωποι
  Παρείχε λοιπόν ίσες ευκαιρίες σε όλους όσους επιθυμούσαν να λάβουν μέρος στα δημόσια αξιώματα.
  Αυτομάτως όμως ο ίδιος θεσμός προλάβαινε τυχόν δυσλειτουργίες και αυθαιρεσίες στη δημοκρατική Αθήνα, καθώς τοποθετούσε τους ικανότερους και ηθικότερους στις νευραλγικότερες θέσεις. Αντίθετα οι ανάξιοι αποδοκιμάζονταν και αποκλείονταν από την εκλογή τους.

  1. Εάν ήσαστε βουλευτής, θα επικυρώνατε ή όχι την εκλογή του Μαντίθεου στο βουλευτικό αξίωμα; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

  Η ποιότητα του δικανικού λόγου, αλλά και το περιεχόμενο του μάλλον θα μας έπειθαν να επικυρώσουμε τη βουλευτική εκλογή του Μαντιθέου. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος:
Α)  Ανασκεύασε ικανοποιητικά το κατηγορητήριο, καθώς στηριζόμενος σε χρονικές αναφορές υποστήριξε την απουσία του από την πόλη την εποχή της εγκαθίδρυσής των τριάκοντα και την απροθυμία του να συνεργήσει με αυτούς.
Β)  Αντέκρουσε την κατηγορία ότι υπηρέτησε ως ιππέας προβάλλοντας ως αναξιόπιστη μαρτυρία το «σανίδιον» σε αντιδιαστολή με το ισχυρότατο επιχείρημα που παρέχουν οι επίσημοι κατάλογοι των φυλάρχων.
Γ)  Αναλυτικά αναφέρθηκε στα κύρια χαρακτηριστικά του, επιβεβαιώνοντας ότι η φιλοπρατρία και ο ανθρωπισμός που απαιτούνται για τα δημόσια αξιώματα υπήρχαν αφειδώλευτα στον ίδιο.









 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ 


ΠΡΟΛΟΓΟΣ 
ΣΤΙΧΟΙ 1-99

στ.1-10
Αντ.:    Αδελφή μου Ισμήνη, άραγε ξέρεις αν υπάρχει
καμιά  συμφορά  που  μας  κληροδότησε  ο  Οιδίποδας
και  να  μην  την  έστειλε  ο  ∆ίας  σε  μας  τις  δυο  που
ζούμε ακόμη;
Γιατί τίποτε ούτε λυπηρό, ούτε γεμάτο συμφορές, ούτε
ντροπή,  ούτε  επονείδιστο  δεν  υπάρχει,  που  εγώ  να
μην  έχω  δει  μέσα  στα  δικά  σου  και  τα  δικά  μου
βάσανα.
Και  τώρα τι  είναι  πάλι  αυτή  η  διαταγή,  που  λένε  ότι
διακήρυξε  ο  στρατηγός  πριν  από  λίγο  σ’  ολόκληρη
την πόλη;
Ξέρεις  τίποτε  κι  έχεις  ακούσει;  Ή  σου  διαφεύγει  ότι
βαδίζουν ενάντια στους φίλους κακά που ταιριάζουν στους εχθρούς;

στ.11-20
Ισμ.:  Σε μένα τουλάχιστον, Αντιγόνη, καμιά είδηση για
τους  αγαπημένους  δεν  έφτασε,  ούτε  ευχάριστη  ούτε
δυσάρεστη,  από  τότε  που  εμείς  οι  δύο  στερηθήκαμε  τα
δυο  μας  αδέλφια,  που  σκοτώθηκαν  σε  μία  μέρα  με
αμοιβαίο φόνο.
Από τότε που τράπηκε σε φυγή ο στρατός των Αργείων
τη  νύχτα  αυτή,  τίποτε  δεν  ξέρω  περισσότερο,  ούτε  ότι
είμαι πιο ευτυχισμένη, ούτε πιο δυστυχισμένη.
Αντ.:  Ήμουνα σίγουρη, γι’ αυτό το λόγο έστειλα και σε
κάλεσα  έξω  από  τις  εξώπορτες  του  ανακτόρου,  για  ν’
ακούσεις μόνη.
Ισμ.:     Τι είναι λοιπόν; Γιατί δείχνεις ότι κάποια είδηση σε
βασανίζει.
στ.21-30
Αντ.:     Μήπως ο Κρέοντας από τα δυο μας αδέλφια δεν
έκρινε  τον  ένα  άξιο  ταφής,  ενώ  τον  άλλον  ανάξιο  να
ταφεί;
Τον  Ετεοκλή,  όπως  λένε,  αφού  του  φέρθηκε  με  δίκαιη
κρίση  και  σύμφωνα  με  τη  θρησκευτική  συνήθεια,  τον
έθαψε, ώστε να είναι τιμημένος στους νεκρούς του κάτω
κόσμου—
αλλά  το  κορμί  του  Πολυνείκη,  ο  οποίος  πέθανε  με
αξιολύπητο τρόπο,
λένε  ότι  έχει  διακηρύξει  στους πολίτες  κανείς να  μην  το
θάψει και να μην το κλάψει,
αλλά να το αφήσουν άκλαυτο, άταφο, ευχάριστο εύρημα
για τα όρνια, που λαίμαργα ψάχνουν για την τροφή τους.
στ.31-46
Τέτοια λένε ότι ο καλός ο Κρέοντας έχει κηρύξει δημόσια
για σένα και για μένα - ναι, λέω και για μένα –
και  λένε  ότι  έρχεται  εδώ  για  να  τα  διακηρύξει  αυτά
δημόσια,  ώστε  να  είναι  καθαρά  σε  όσους  δεν  (τα)
ξέρουν,  και  λένε  ότι  δεν  θεωρεί  το  πράγμα  ασήμαντο,
αλλά  ότι,  όποιος  κάνει  κάτι  απ’  αυτά,  τον  περιμένει
θάνατος με δημόσιο λιθοβολισμό στην πόλη
Έτσι  έχουν  αυτά  για  σένα  και  θα  δείξεις  γρήγορα  αν
είσαι  από  τη  φύση  σου  από  ευγενική  γενιά  και  γενναία
στο ήθος ή τιποτένια από ευγενική γενιά.
Ισμ.:      Τι  όφελος,  λοιπόν,  δύστυχη,  αν  έτσι  έχουν  τα
πράγματα,  θα  μπορούσα  να  φέρω  εγώ,  με  το  να
χαλαρώνω ή να σφίγγω τον κόμπο (ό,τι κι αν κάνω);
Αντ.:     Σκέψου αν θα με βοηθήσεις κι αν θα συνεργαστείς
μαζί μου.
Ισμ.:    Σε  ποια  επικίνδυνη  πράξη;  Τι  τάχα  έχεις  στο
μυαλό σου;
Αντ.:     (Σκέψου)  αν  θα  σηκώσεις  το  νεκρό  μαζί  μ’  αυτό
εδώ το χέρι.
Ισμ.:      Αλήθεια λοιπόν σκέφτεσαι να τον θάψεις, αν και
απαγορεύεται ρητά στους πολίτες;
Αντ.:     Τον  δικό  μου  τουλάχιστον  και  τον  δικό  σου
αδερφό, αν εσύ δε θέλεις. Γιατί δε θα κατηγορηθώ ότι τον πρόδωσα
στ.47-57
Ισμ.:      Παράτολμη (δύστυχη), αν και ο Κρέοντας το έχει
απαγορεύσει;
Αντ.:     Μα  αυτός  δεν  έχει  κανένα  δικαίωμα  να  μ’
εμποδίσει να θάψω τους δικούς μου.
Ισμ.:     Αλίμονο,  σκέψου,  αδελφή  μου,  πόσο  μισητός
και ντροπιασμένος μας χάθηκε ο πατέρας μας,
για τα αμαρτήματα που μόνος του έφερε στο φως, αφού
χτύπησε δυνατά τα δυο του μάτια με το ίδιο του το χέρι.
Έπειτα  η  μητέρα  και  γυναίκα  του, διπλό  όνομα,  με
πλεκτές θηλιές πεθαίνει ντροπιασμένη.
Και  τρίτον  τα  δυο  μας  αδέλφια,  που  μέσα  σε  μια  μέρα
αλληλοσκοτώθηκαν  οι  δυστυχισμένοι,  βρήκαν  αμοιβαίο
θάνατο  με  χέρια  που  σήκωσαν  ο  ένας  εναντίον  του
στ.58-69
Τώρα  πάλι  εμείς  οι  δυο,  που  έχουμε  μείνει  ολομόναχες,
σκέψου πόσο ατιμωτικά θα χαθούμε, αν, παραβιάζοντας
το νόμο, παραβούμε την βασιλική απόφαση ή εξουσία.
Αλλά  πρέπει  να  σκεφτείς  το  εξής,  ότι  δηλαδή
γεννηθήκαμε  γυναίκες,  και  από  την  άλλη  δεν  μπορούμε
να τα βάζουμε με άνδρες.
Έπειτα  ότι  κυβερνιόμαστε  από  ισχυρότερους,  ώστε  να
υπακούμε  και  σ’  αυτά  και  σ’  ακόμη  πικρότερα
(οδυνηρότερα απ’ αυτά).
Εγώ λοιπόν, αφού παρακαλέσω βέβαια αυτούς που είναι
κάτω  απ’  τη  γη  να  με  συγχωρήσουν,  επειδή  χωρίς  τη
θέλησή  μου  τα  κάνω  αυτά,  θα  υπακούσω  στους
άρχοντες, γιατί
το  να  κάνει  κάποιος  (πράγματα)  ανώτερα  από  τις
δυνάμεις του είναι ανόητο εντελώς.
στ.70-82
Αντ.: Ούτε  θα  σε  παρακαλούσα,  ούτε  κι  αν  ήθελες
τώρα πια να συμπράξεις, θα δεχόμουνα μ’ ευχαρίστηση
τη σύμπραξή σου.
Μα  έχε  όποια  γνώμη  θέλεις,  εγώ  όμως  εκείνον  θα  τον
θάψω. Θα είναι ωραίο για μένα να θάψω τον αδελφό μου
και να πεθάνω.
Μαζί του θ’ αναπαύομαι αγαπημένη πλάι σ’ αγαπημένο,
αφού  διαπράξω  μια  ιερή  παρανομία.  Γιατί  είναι
περισσότερος ο χρόνος που πρέπει εγώ ν’ αρέσω στους
κάτω παρά στους εδώ.
Γιατί  εκεί  θα  βρίσκομαι  αιώνια.  Αν  όμως  εσύ  το  κρίνεις
σωστό, περιφρόνησε όσα είναι τίμια για τους θεούς.
Ισμ.: Εγώ  δεν  τα  περιφρονώ,  όμως  από  τη  φύση  μου
είμαι  ανίκανη  να  ενεργώ  ενάντια  στη  θέληση  των
πολιτών.
Αντ.: Εσύ αυτά να προφασίζεσαι· εγώ όμως θα πάω να
θάψω τον πολυαγαπημένο μου αδελφό.
Ισμ.: Αλίμονο,  δυστυχισμένη,  πόσο  πολύ  φοβάμαι  για
σένα.
Αντ.: Μην ανησυχείς για μένα· για τη δική σου μοίρα
φρόντιζε.
στ.83-99
Ισμ.:      Τουλάχιστον όμως μην αποκαλύψεις αυτήν την
πράξη σε κανέναν, κράτησέ το μυστικό, κι εγώ βέβαια
το ίδιο θα κάνω.
Αντ.:     Αλίμονο,  πες  το  σε  όλους· πολύ  πιο  μισητή  θα
είσαι  αν  σιωπήσεις,  αν  δεν  τα  φωνάξεις  αυτά  εδώ  σε
όλους.
Ισμ.:      Έχεις θερμή καρδιά για πράγματα ψυχρά.
Αντ.     Ξέρω  όμως  ότι  είμαι  αρεστή  σ’  αυτούς  που
πρέπει περισσότερο ν’ αρέσω.
Ισμ.: Αν  θα  έχεις  και  τη  δύναμη,  μα  επιθυμείς  τ’
αδύνατα.
Αντ.:     Λοιπόν,  όταν  δεν  θα  έχω  δύναμη  καθόλου,
(τότε) θα πάψω.
Ισμ.: Καθόλου  όμως  δεν  πρέπει  να  κυνηγάει  κανείς
τα αδύνατα.
Αντ.: Αν  συνεχίσεις  να  λες  αυτά,  θα  μισηθείς  από
μένα και δίκαια θα σε μισεί για πάντα ο νεκρός.
Αλλά άσε κι εμένα και τη δική μου αφροσύνη να πάθω
αυτό το φοβερό. Γιατί δε θα πάθω τίποτε τόσο φοβερό,
ώστε να μην πεθάνω έντιμα.
Ισμ.:      Αλλ’  αν  έτσι  κρίνεις,  προχώρα.  Αυτό  όμως  να
ξέρεις, ότι βαδίζεις ασυλλόγιστη, για τους αγαπημένους
όμως αληθινά αγαπημένη.

ΣΤΙΧΟΙ 280-331

στ.280-294

ΚΡ.: Πάψε προτού με γεμίσεις με θυμό με τα λόγια σου,
μήπως αποδειχτείς άμυαλος αν και είσαι γέρος.
Γιατί  λες  πράγματα  μη  ανεκτά,  υποστηρίζοντας  ότι  οι
θεοί προνοούν γι’ αυτόν εδώ το νεκρό.
Ποιο  από  τα  δύο,  επειδή  τον  τιμούσαν  υπερβολικά  ως
ευεργέτη
θέλησαν να θάψουν αυτόν που ήρθε να πυρπολήσει τους
περίστυλους ναούς και τα αφιερώματα
και  τη  χώρα  εκείνων  (να  ερημώσει)  και  να  καταλύσει
τους νόμους;
΄Η μήπως βλέπεις οι Θεοί να τιμούν τους κακούς;
Όχι,  δεν  είναι  δυνατό  αλλά  κάποιοι  άνδρες  στην  πόλη
από  την  πρώτη  στιγμή  της  βασιλείας  μου  που  με
δυσκολία  υπέφεραν  τη  διαταγή  μου  σιγομουρμούριζαν
εναντίον  μου  κουνώντας  το  κεφάλι,  ούτε  έβαζαν
υπάκουα τον τράχηλο κάτω από τον ζυγό (της εξουσίας
μου)  όπως  πρέπει  (όπως  επιβάλλει  το  δίκαιο)  ώστε  να
πειθαρχήσουν σε μένα.
Γνωρίζω  καλά  ότι  αυτοί  έχουν  κάνει  αυτά  εδώ
παρασυρμένοι απ’ αυτούς με χρήματα.
στ.295-303
Γιατί  κανένας  θεσμός  (τόσο)  κακός  δεν  φύτρωσε  στους
ανθρώπους όσο το χρήμα αυτό και πόλεις κυριεύει, αυτό
(και) ανθρώπους ξεσπιτώνει,
αυτό  (και)  καθοδηγεί  και  διαστρέφει  τις  δίκαιες  γνώμες
των  ανθρώπων  να  στρέφονται  σε  αισχρές  πράξεις.
συνήθως δείχνει στους ανθρώπους
να  κάνουν  πανουργίες  και  να  γνωρίζουν  κάθε  ανόσιο
έργο.
Όσοι  όμως  πληρώθηκαν  και  έκαναν  αυτή  την  πράξη,
αργά ή γρήγορα πέτυχαν ώστε να τιμωρηθούν.
στ.304-314
Αλλά  αν  βέβαια  ακόμα  τιμώ  και  σέβομαι  το  ∆ία,  να
γνωρίζεις καλά αυτό, και σου το λέω με όρκο,
αν δεν βρείτε και παρουσιάσετε μπροστά μου αυτόν που
με τα ίδια του τα χέρια έκανε αυτήν την ταφή,
δεν  θα  είναι  αρκετός  για  σας  μόνο  ο  θάνατος,  προτού
ζωντανοί  στην  κρεμάλα  φανερώστε  αυτή  την
παρανομία,
για  να  αρπάζετε  αφού  μάθετε  από  που  πρέπει  να
αποκτάτε το κέρδος στο εξής και για να μάθετε
ότι δεν πρέπει να αγαπάτε το κέρδος από παντού.
Γιατί μπορείς να δεις οι περισσότεροι να καταστρέφονται
πιο πολύ παρά να σώζονται από τα αισχρά κέρδη.
στ.315-331
ΦΥ.: Θα μου επιτρέψεις να πω κάτι ή να φύγω κάνοντας
μεταβολή, χωρίς να πω τίποτε;
ΚΡ .: ∆εν καταλαβαίνεις ότι και τώρα μιλάς ενοχλητικά;
Φ.: Στα αυτιά (σου) ή στην ψυχή (σου) ενοχλείσαι;
ΚΡ.:  Γιατί  προσπαθείς  να  καθορίσεις  που  είναι  η  λύπη
μου;
ΦΥ.: Ο δράστης σε λυπεί στην ψυχή ενώ εγώ στ’ αυτιά.
ΚΡ.:  Αλίμονο,  πόσο  είναι  φανερό  ότι  έχεις  γεννηθεί
φλύαρος!
ΦΥ.: Σε καμιά όμως περίπτωση δεν έχω κάνει αυτή την
πράξη.
ΚΡ.:  (Ναι,  την  έκανες)  και  μάλιστα  αφού  βέβαια
πρόδωσες την ψυχή σου για χρήματα.
ΦΥ .: Αλίμονο! Αλήθεια, είναι τρομερό και να σχηματίζει
εσφαλμένες  αντιλήψεις  εκείνος  τουλάχιστο  που  παίρνει
αποφάσεις.
ΚΡ.: Έλα, κάνε τώρα λογοπαίγνιο με τη λέξη “δόξα”.
αν
όμως δεν μου αποκαλύψετε αυτούς που έκαναν αυτά, θα
διακηρύξετε ότι τα ανέντιμα κέρδη φέρνουν συμφορές.
ΦΥ.: Πάνω όμως από όλα μακάρι να βρεθεί (ο δράστης).
όμως  είτε  πιαστεί  είτε  όχι,  αυτό  βέβαια  θα  το  κρίνει  η
τύχη,  με  κανένα  τρόπο  δε  θα  με  δεις  εσύ  να  ξανάρθω
εδώ.
Γιατί και τώρα που σώθηκα χωρίς να το ελπίζω και να
το περιμένω χρωστώ στους θεούς μεγάλη ευγνωμοσύνη.



ΣΤΙΧΟΙ 441-780


441-449
Σε  σένα  σε  σένα  μιλάω,  που  σκύβεις  το  κεφάλι,
ομολογείς ή αρνείσαι ότι τα έκανες αυτά;
Αν.:  Και  ομολογώ  ότι  (τα  έκανα)  και  δεν  αρνούμαι  (το
αντίθετο).
Κρ: Εσύ μπορείς να πας όπου θέλεις
εντελώς απαλλαγμένος από τη βαριά κατηγορία.
Εσύ  όμως  πες  μου,  όχι  με  πολυλογία  αλλά  σύντομα,
ήξερες ότι είχε διακηρυχθεί να μην κάνει (κανείς) αυτά;
Αν.: Το ήξερα, πώς ήταν δυνατόν να μην το ξέρω; Γιατί
ήταν γνωστό.
Κρ .:  Και  πάλι  τόλμησες  να  παραβείς  αυτούς  εδώ  τους
νόμους;
450-462
Αν.:  (Ναι),  γιατί  δεν  ήταν  ο  ∆ίας  αυτός  που  μου  τα
διακήρυξε  αυτά,  ούτε  η  ∆ίκη,  η  συγκάτοικος  των  θεών
του  κάτω  κόσμου,  καθόρισε  τέτοιους  νόμους  στους
ανθρώπους
ούτε  πίστευα  ότι  έχουν  τόση  δύναμη  τα  δικά  σου
κηρύγματα,  ώστε  να  μπορείς,  αν  και  είσαι  θνητός,  να
υπερνικήσεις  τους  άγραφους  και  απαρασάλευτους
νόμους των θεών.
Γιατί  αυτά  τουλάχιστον  δεν  ισχύουν  σήμερα  και  χθες
αλλά έχουν αιώνια ισχύ και κανένας δεν ξέρει από πότε
εμφανίστηκαν.
Εγώ  δεν  σκόπευα  εξαιτίας  αυτών  (εξαιτίας  της
παράβασης αυτών) να τιμωρηθώ μπροστά στους θεούς,
επειδή φοβήθηκα την αλαζονεία ενός άνδρα.
Ήξερα πολύ καλά ότι θα πεθάνω, πώς όχι; και αν
ακόμα εσύ δεν το είχες διακηρύξει.
Αν όμως πεθάνω πριν από το μοιραίο χρόνο,
αυτό εγώ το θεωρώ κέρδος
463-470
γιατί  όποιος  ζει  μέσα  σε  πολλές  συμφορές,  όπως  εγώ,
πώς αυτός δεν είναι κερδισμένος όταν πεθάνει;
Έτσι και για μένα τουλάχιστον δεν είναι καθόλου λυπηρό
το να έχω αυτή τη μοίρααλλά, αν ανεχόμουν, αφού πέθανε,
(να  μένει)  άταφο  πτώμα  ο  αδελφός  μου,  (αυτός  που
γεννήθηκε)  από  την  ίδια  μάνα,  για  κείνα  θα
στεναχωριόμουνγια αυτά όμως δεν στεναχωριέμαι.
Αν  όμως  σου  φαίνομαι  ότι  τυχαίνει  να  κάνω  ανοησίες
τώρα, θεωρούμαι ίσως ανόητη από ένα ανόητο
Χο.:  Ο  χαρακτήρας  της  κόρης  φαίνεται  πως  είναι
σκληρός από σκληρό πατέρα και δεν ξέρει να υποχωρεί
μπροστά στις συμφορές.
471-483
Κρ.:  Αλλά  μάθε  ότι  οι  πιο  αλύγιστοι  χαρακτήρες  συχνά
ταπεινώνονται  και  το  πολύ  ισχυρό  σίδερο  το
πυρακτωμένο  στη  φωτιά  ώστε  να  γίνει  πολύ  σκληρό,
μπορείς να το δεις τις πιο πολλές φορές να σπάει και να
ραγίζει.
Και  ξέρω  ότι  τα  αγριεμένα  άλογα  δαμάζονται  με  μικρό
χαλινάρι.
γιατί δεν επιτρέπεται να υπερηφανεύεται όποιος
είναι δούλος των άλλων.
Αυτή  όμως  ήξερε  τότε  πολύ  καλά  να  αυθαδιάζει,  όταν
παραβίαζε του νόμους που ισχύουν
και  αυτό  εδώ  είναι  δεύτερη  αλαζονεία,  (δηλαδή)  αφού
(το)  έκανε,  να  καυχιέται  γι΄  αυτά  και να  χλευάζει  με  το
κατόρθωμά της.
484-495
Αλήθεια τώρα εγώ δεν (θα είμαι) άνδρας, αλλά αυτή (θα
είναι)  άνδρας,  αν  αυτή  η  νίκη  θα  εξακολουθεί  να  μένει
χωρίς τιμωρία.
Αλλά  είτε  είναι  (κατάγεται)  από  την  αδελφή  μου  είτε η
πλησιέστερη  συγγενής  από  όλους  τους  συγγενείς,  και
αυτή και η αδελφή της δε θα ξεφύγουν από τη χειρότερη
μοίρα (το χειρότερο θάνατο).
Γιατί  βέβαια  και  εκείνη  την  κατηγορώ  εξίσου  ότι  δηλ.
σκέφτηκε και σχεδίασε αυτήν εδώ την ταφή.
Καλέστε κι αυτήν γιατί πριν λίγο την είδα μέσα μαινόμενη
και να μην ελέγχει το λογικό της.
Η  ψυχή  αυτών  που  μηχανεύονται  άσχημες  πράξεις  στο
σκοτάδι συνήθως προδίδεται ως ένοχη
Και  βέβαια  απεχθάνομαι  (αισθάνομαι  μίσος)  όταν
κάποιος,  αφού  συλληφθεί  να  κάνει  το  κακό,  έπειτα
προσπαθεί να το παρουσιάσει ως ωραίο.

495-510
Αν.: θέλεις (να κάνεις) τίποτα χειρότερο (περισσότερο) ή
να με συλλάβεις και να με σκοτώσεις;
Κρ.: Εγώ βέβαια τίποτα. Έχοντας αυτό τα έχω όλα.
Αν .: Γιατί λοιπόν αργείς; Γιατί από τα δικά σου λόγια δεν
αρέσει σε μένα τίποτα και μακάρι ούτε να μ΄ αρέσει ποτέ.
Έτσι και εσένα είναι φυσικό να σου είναι δυσάρεστα  τα
δικά μου.
Και όμως από που (αλλού) θα μπορούσα να αποκτήσω
λαμπρότερη δόξα, παρά θάβοντας την αδελφό μου;
Όλοι αυτοί θα ομολογούσαν ότι αυτό τους αρέσει,
αν δεν τους έκλεινε το στόμα ο φόβος.
Αλλά  ο  τύραννος  πέρα  από  τα  πολλά  άλλα
πλεονεκτήματα που έχει, μπορεί ακόμα και να κάνει και
να λέει ό,τι θέλει.
Κρ .:  Εσύ  μόνη  απ΄  αυτούς  εδώ  τους  Καδμείους  το
βλέπεις αυτό.
Αν.:  Το  βλέπουν  κι  αυτοί  αλλά  κλείνουν  το  στόμα
μπροστά σου.
Κρ.: ∆εν ντρέπεσαι εσύ που σκέφτεσαι διαφορετικά απ΄
αυτούς εδώ;
511-525
Αν.:  (Όχι),  γιατί  δεν  είναι  καθόλου  ντροπή  να  τιμώ  τα
αδέλφια μου.
Κρ .: ∆εν ήταν λοιπόν αδελφός σου και αυτός που πέθανε
απέναντι ακριβώς;
Αν (Ήταν) αδελφός, από μία (μητέρα) και από τον ίδιο
πατέρα.
Κρ .:  Πώς  τότε  προσφέρεις  τιμές  (στον  Πολυνείκη)  που
είναι ασέβεια για εκείνον (τον Ετεοκλή);
Αν .: ∆ε επιβεβαιώσει αυτά ο νεκρός που πέθανε.
Κρ .: (Θα τα επιβεβαιώσει), αν βέβαια τιμάς αυτόν τοίδιο
με τον ασεβή.
Αν .: Γιατί δε χάθηκε δούλος αλλά αδελφός.
Κρ .:  Προσπαθώντας  όμως  να  υποτάξει  αυτήν  εδώ  τη
χώρα ενώ αυτός αντιστεκόμενος για χάρη της.
Αν .: Όμως ο Άδης έχει την αξίωση οι νόμοι (του) να είναι
ίσοι για όλους.
Κρ .: Αλλά ο καλός δεν είναι στην ίδια θέση με τον κακό,
ώστε να πάρει την ίδια τιμή.
Αν .: Ποιος ξέρει αν αυτά είναι δίκαια κάτω;
Κρ .:  Μα  ποτέ  ο  εχθρός,  ούτε  όταν  πεθαίνει,  (δε γίνεται)
φίλος.
Αν .: ∆ε γεννήθηκα για να συμμερίζεται το μίσος, αλλά για
να συμμερίζομαι την αγάπη.
Κρ .:  Όταν  πας  λοιπόν  στον  κάτω  κόσμο,  αν  πρέπει  να
αγαπάς, αγάπα (τους) εκείνους. Όσο όμως ζω εγώ, δε
θα εξουσιάζει γυναίκα.
526-543
Χο.:  Μα  να  η  Ισμήνη  μπροστά  στις  πύλες  χύνοντας
δάκρυα από αγάπη για την αδελφή της και ένα σύννεφο
πάνω από τα φρύδια της ασχημαίνει το κατακόκκινο της
πρόσωπο, βρέχει τα όμορφά της μάγουλα με δάκρυα.
Κρ.: Εσύ, που μέσα στο σπίτι σαν οχιά κρυμμένη κρυφά
μου  έπινες  το  αίμα  και  δεν  ήξερα  ότι  έτρεφα  δύο
καταστροφές  και  δύο  επαναστάτριες  εναντίον  του
θρόνου μου
Εμπρός  λοιπόν  πες  μου,  θα  ομολογήσεις  και  εσύ  ότι
πήρες μέρος σε τούτη την ταφή ή θα ορκιστείς πως δεν
ξέρεις τίποτα;
Ισ .:  Το  έχω  κάνει  αυτό,  αν  βέβαια  και  τούτη  συμφωνεί,
και συνεργάστηκα και δέχομαι την κατηγορία.
Αν.: Το δίκαιο δε θα σου το επιτρέψει βέβαια αυτό, γιατί
ούτε θέλησες ούτε και εγώ σε έκανα συνεργό μου
Ισ.: Μα μέσα στις συμφορές σου δε ντρέπομαι να κάνω
τον εαυτό μου συμμέτοχο στο πάθημά σου.
544-553
Αν.: Ο Άδης και οι θεοί του κάτω κόσμου ξέρουν καλά
ποιοι  έκαναν  αυτήν  την  πράξη,  εγώ  όμως  αυτήν  που
αγαπά με λόγια δεν τη θεωρώ δικό μου άνθρωπο.
Ισ .:  Αδελφή  μου,  μη  μου  στερήσει  την  ταφή  και  να
πεθάνω μαζί σου και το νεκρό να εξιλεώσω.
Αν.: Να μη πεθάνεις μαζί μου και ούτε να οικειοποιείσαι
αυτά  που  δεν  άγγιξες.  Θα  είναι  αρκετό  ότι  θα  πεθάνω
εγώ.
Ισ.:  Και  ποια  χαρά  θα  έχω  στη  ζωή  μου  αν  στερηθώ
εσένα;
Αν.: Ρώτα τον Κρέοντα γιατί γι΄ αυτόν νοιάζεσαι εσύ.
Ισ.: Γιατί με πικραίνεις έτσι ενώ σε τίποτα δεν ωφελείσαι;
Αν.: Με πόνο αλήθεια το κάνω αν γελώ σε βάρος σου.
Ισ .: Σε τι λοιπόν, τουλάχιστον έστω τώρα, θα μπορούσα
να σε ωφελήσω;
Αν.:  Σώσε  τον  εαυτό  σου  δεν  σε  φθονώ  που  θα
γλιτώσεις.
554-567
Ισ.:  Αλίμονό  μου,  η  δύστυχη,  και  να  μην  έχω  την  ίδια
τύχη με σένα;
Αν:  Ναι,  γιατί  εσύ  προτίμησες  να  ζήσεις,  εγώ  όμως  να
πεθάνω.
Ισ.: Όχι όμως προτού να εκφράσω τις δικαιολογίες μου.
Αν:.  Εσύ  φαινόσουν  ότι  σκέφτεσαι  σωστά  τα  μάτια
αυτών  εδώ  (των  Θηβαίων  και  του  Κρέοντα),  εγώ  όμως
στα  μάτια  των  άλλων  (του  Άδη  και  των  νεκρών,
φαινόμουν ότι σκέφτομαι σωστά).
Ισ.: Έτσι όμως το αμάρτημα είναι ίσο και για τις δύο μας.
Αν.: Να έχεις θάρρος.
η δική μου όμως ψυχή έχει πεθάνει
από καιρό έτσι που να είμαι ωφέλιμη στους νεκρούς.
Κρ .: Αυτές οι δύο κοπέλες λέω ότι αποδείχθηκε ότι η μία
είναι άμυαλη πριν από λίγο κι η άλλη από την ώρα που
γεννήθηκε.
Ισ .:  Ναι,  βασιλιά,  γιατί  ούτε  και  η  φρόνηση  που  έχουμε
έμφυτη  μας  μένει  σε  όσους  δυστυχούν  αλλά  χάνεται  κι
αυτή.
Κρ.:  Εσένα,  όπως  και  αν  έχει  το  πράγμα,  σου  σάλεψε
από  τη  στιγμή  που  διάλεξες  να  κάνεις  έργα  με  τους
κακούς (την Αντιγόνη).
Ισ .: Πώς μπορώ να ζήσω μόνη μου χωρίς αυτήν;
Κρ.: Μη λες όμως “αυτή εδώ” γιατί δεν υπάρχει πια.
568-580
Ισ.: Θα σκοτώσεις λοιπόν τη μνηστή του γιου σου;
Κρ .:  Υπάρχουν  και  άλλα  χωράφια  κατάλληλα  για
καλλιέργεια.
Ισ .:  Όμως  ο  γάμος  με  άλλη  δε  θα  είναι  ταιριαστός  όσο
ήταν ανάμεσα σε εκείνον και σ΄ αυτήν εδώ.
Κρ.: Εγώ μισώ τις κακές γυναίκες για τους γιους μου.
Ισ.:  Αίμονα,  πολυαγαπημένε,  πόσο  σε  προσβάλλει  ο
πατέρας σου.
Κρ .: Πολύ με σκοτίζεις και εσύ και ο γάμος για τον οποίο
μιλάς.
Χο .: Αλήθεια, θα στερήσεις αυτήν από το γιο σου;
Κρ .:  Ο  Άδης  είναι  αυτός  που  θα  σταματήσει  αυτόν  το
γάμο για μένα
Χο.:  Όπως  φαίνεται,  έχει  αποφασιστεί  αυτή  εδώ  να
πεθάνει
Κρ.  Και  από  εσένα  και  από  εμένα.  Μη  χάνετε  καιρό,
πάρτε  την  μέσα,  δούλοι,  και  από  δω  κι  εμπρός  οι
γυναίκες  αυτές  πρέπει  να  είναι  φυλακισμένες  και  όχι
ελεύθερες
Γιατί  προσπαθούν  να  ξεφύγουν  και  οι  θρασείς  όταν
βλέπουν πια το Χάρο να είναι κοντά στη ζωή τους.
635-644
Αι.: Πατέρα, είμαι δικός σου, κι εσύ με καθοδηγείς σωστά
με  τις  καλές  σου  συμβουλές,  που  εγώ  βέβαια  θα
ακολουθήσω.
Γιατί εγώ κανένα γάμο δε θα θεωρήσω τόσο σπουδαίο,
ώστε  να  τον  βάλω  πάνω  από  τη  δική  σου  συνετή
καθοδήγηση.(Γιατί για μένα κανένας γάμος δε θα κριθεί
(τέτοιος), ώστε να είναι ανώτερος από σένα, που (αν) με
καθοδηγείς σωστά)
Κρ.: Ναι παιδί μου, γιατί αυτή τη γνώμη πρέπει να έχεις,
σ’ όλα δηλαδή να ακολουθείς την πατρική συμβουλή.
Γι΄  αυτό  το  λόγο  εξάλλου  οι  άνθρωποι  εύχονται  να
αποκτήσουν  υπάκουα  παιδιά  και   να  τα  έχουν  στα
σπίτια  τους,  για  να  εκδικούνται  τους  εχθρούς   και  να
τιμούν τους φίλους όπως ακριβώς (τιμά και εκδικείται) ο
πατέρας.
645-670
Όποιος όμως γεννάει άχρηστα παιδιά, τι άλλο θα΄ λεγες
πως γέννησε αυτός παρά βάσανα για τον εαυτό του και
πολύ γέλιο στους εχθρούς (του);
Ποτέ  λοιπόν  να  μην  αλλάξεις  γιε  μου  τις  τωρινές  σου
σκέψεις από έρωτα για μια γυναίκα, ξέροντας τούτο,  ότι
μια  γυναίκα δηλαδή  όταν  είναι  κακή  σύζυγος  στο  σπίτι
γίνεται παγερό αγκάλιασμα.

 Γιατί τι θα μπορούσε
να γίνει μεγαλύτερη πληγή, παρά ο κακός φίλος;
Αλλά,  περιφρονώντας  την  σαν  (να  ήταν)  εχθρός  σου,
άφησε αυτήν την κόρη να παντρευτεί κάποιον στην Άδη.
Γιατί, αυτή  μόνη από  όλους  τους  πολίτες  την  συνέλαβα
επ΄ αυτοφόρω εγώ να παραβαίνει τη διαταγή μου και δε
θα βγω ψεύτης μπροστά σ’ όλους τους πολίτες, αλλά θα
την σκοτώσω.
Γι΄  αυτά  ας  επικαλείται  το  ∆ία   τον  προστάτη της
συγγένειας. Γιατί, αν τους φυσικούς μου συγγενείς τους
αναθρέψω ώστε να είναι απείθαρχοι, θα ανέχομαι πολύ
πιο απείθαρχους τους ξένους.
Γιατί όποιος είναι καλός στους δικούς του, θα φανεί ότι
είναι δίκαιος και στους πολίτες.
Αν  όμως  κάποιος  αυθαιρετώντας  ή  παραβιάζει  τους
νόμους  ή  σκέφτεται  να  δίνει  διαταγές  σ΄  αυτούς  που
εξουσιάζουν, δεν είναι δυνατόν να επαινεθεί από μένα.
Αλλά  οποιονδήποτε  εκλέξει  άρχοντα  η  πόλη,  αυτόν
πρέπει  να  υπακούνε  όλοι  και  στα  ασήμαντα  και  στα
δίκαια και στα αντίθετα από αυτά.
Και θα μπορούσα να πιστέψω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος
θα είχε τη θέληση και σωστά να εξουσιάζει και σωστά να
εξουσιάζεται και ότι στη θύελλα της μάχης θα παρέμενε
πιστός  και  γενναίος  σύντροφος  αν  είχε  παραταχθεί
(δίπλα σε κάποιον).
Από την αναρχία όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό.
Αυτή (και) πόλεις καταστρέφει, αυτή και σπίτια διαλύει,
αυτή  κάνει  να  σπάσει  η  παράταξη  και  κάνει  το
συμμαχικό στρατό να τραπεί σε φυγή.
Τους  περισσότερους  όμως  από  αυτούς  που  πειθαρχούν
τους σώζει η πειθαρχία.
671-680
Γι΄ αυτό πρέπει να υπερασπίζεται κανείς τους νόμους και
με  κανένα  τρόπο  δεν  πρέπει  να  νικιέται  (ένας  άνδρας)
από μία γυναίκα.
Γιατί  είναι  προτιμότερο,  αν  βέβαια  πρέπει,  να  χάσουμε
την  εξουσία  από  (κάποιον)  άνδρα  και  έτσι  δεν  θα
αποκαλούμαστε κατώτεροι από γυναίκες.
Χο .:  Σε  εμάς  τουλάχιστον,  αν  δεν  έχουμε  χάσει  το  νου
από τα γηρατειά, φαίνεσαι ότι μιλάς με φρόνηση για όσα
μιλάς. (ότι όσα λες, τα λες με φρόνηση).
Αι .:  Πατέρα,  οι  θεοί  προικίζουν  τους  ανθρώπους  με
μυαλό,  το  πιο  πολύτιμο  από  όλα  τα  πράγματα  που
υπάρχουν.
Εγώ ούτε θα μπορούσα και μακάρι να μην μάθω να πω
ότι εσύ δε λες σωστά αυτά εδώ.
Θα  μπορούσε  όμως  και  κάποιος  άλλος  να  έχει  κάποια
σωστή σκέψη.




681-700
Πάντως από τη φύση μου έχω το χρέος να προσέχω από
πριν για σένα όλα όσα λέει κάποιος ή κάνει ή μπορεί να
σε κατηγορεί·
γιατί το βλέμμα σου προκαλεί φόβο στον απλό πολίτη για
τέτοια λόγια ώστε εσύ να μην ευχαριστιέσαι ακούγοντάς
τα.
Εγώ  όμως  μπορώ  να  ακούω  αυτά  εξαιτίας  της
ασημότητας της θέσης μου πόσο (δηλαδή) η πόλη θρηνεί
αυτήν  την  κόρη,  (λέγοντας)  πόσο  πιο  ανάξια  από  όλες
τις γυναίκες πεθαίνει με το χειρότερο τρόπο για μια τόσο
ένδοξη πράξη.
Γιατί αυτή τον αδελφό της, που πεσμένο μες στο αίμα, δεν
τον άφησε άταφο να κατασπαραχτεί ούτε από τα άγρια
σκυλιά ούτε από κάποιο (από τα) όρνιο(α)
δεν αξίζει αυτή να τιμηθεί αυτή με λαμπρή τιμή;
Τέτοια σκοτεινή φήμη κυκλοφορεί κρυφά (στην πόλη).
701-720
Για  μένα  όμως,  πατέρα,  δεν  υπάρχει  κανένα
πολυτιμότερο αγαθό από τη δική σου ευτυχία (από σένα,
αν ευτυχείς).
Γιατί ποια χαρά είναι πιο μεγάλη για τα παιδιά από την
δόξα  του  ευτυχισμένου  πατέρα,  ή  ποια  (χαρά  είναι  πιο
μεγάλη)  για  τον  πατέρα  (από  τη  δόξα  ι)  των
ευτυχισμένων παιδιών;
Μη λοιπόν έχεις μέσα σου έναν τρόπο σκέψης μόνο, ότι
είναι σωστό αυτό που εσύ λες και τίποτα άλλο.
Γιατί  όποιοι  νομίζουν  ή  ότι  μόνο  αυτοί  σκέφτονται
σωστά ή ότι έχουν γλώσσα ή θάρρος (ψυχή) που δεν το
έχει  κανένας  άλλος,  αυτοί  όταν  ανοιχτούν  και
εξετασθούν σε βάθος φαίνονται (ότι είναι) άδειοι.
Αλλά δεν είναι καθόλου ντροπή για έναν άνθρωπο, κι αν
ακόμη  κάποιος  είναι  σοφός,  να  μαθαίνει  πολλά  και  να
μην παρατραβάει το σκοινί.
Βλέπεις κοντά στο ορμητικό ρεύμα, όσα από τα δέντρα
υποχωρούν,  πώς  διασώζουν  τα  κλαδιά  τους,  ενώ  όσα
αντιστέκονται καταστρέφονται σύρριζα.
Το ίδιο όποιος, τεντώνει πολύ τα πανιά του πλοίου, ώστε
να  είναι  σταθερά  και  δε  τα  χαλαρώνει  καθόλου  στον
άνεμο, αφού αναποδογυρίσει το πλοίο, από κει και πέρα
ταξιδεύει με ανεστραμμένο κατάστρωμα.
Αλλά δώσε τόπο στην οργή (υποχώρησε στο θυμό του)
και άλλαξε γνώμη.
Γιατί,  αν  και  εγώ,  αν  και  είμαι  νεότερος  μπορώ  να
προσθέσω  κάποια  (σωστή)  γνώμη,  εγώ  τουλάχιστον
υποστηρίζω  ότι  είναι  το  πιο  καλό  να  γεννιέται  κανείς
πάνσοφος (γεμάτος σε όλα με τη σωστή γνώμη).
∆ιαφορετικά,  επειδή  συνήθως  δε  συμβαίνει  αυτό,  είναι
καλό  να  μαθαίνει  (κάποιος)  από  εκείνους  που  μιλούν
σωστά.


724-739
ΧΟ.: Βασιλιά, λογικό είναι κι εσύ να ακούσεις αν λέει κάτι
σωστό, και εσύ πάλι αυτόν εδώ.γιατί και από τους δυο
έχουν ειπωθεί λόγια ορθά.
ΚΡ.:  Ώστε  λοιπόν  θα  διδαχτούμε  εμείς,  σ’  αυτή  την
ηλικία, να σκεφτόμαστε σωστά από έναν άντρα τόσο νέο
στην ηλικία;
ΑΙ.:  Να  μη  διδαχτείς  τίποτε  το  άδικο  και  αν  εγώ  είμαι
νέος,
δεν πρέπει να κοιτάζεις την ηλικία μου πιο πολύ αλλά τις
πράξεις μου.
ΚΡ.:  Είναι  λοιπόν  πράξη  καλή  να  τιμά  κανείς  όσους
παρανομούν;
ΑΙ.:  (Όχι  μόνο  δεν  τιμώ  αυτούς  που  δεν  πειθαρχούν)
αλλά ούτε και θα’ λεγα σε άλλους να το κάνουν.
ΚΡ.:  Αυτή  εδώ  λοιπόν  δεν  προσβλήθηκε  από  μια  τέτοια
αρρώστια;
ΑΙ.: ∆εν το παραδέχονται αυτό όλοι οι πολίτες αυτής της
Θήβας.
ΚΡ.:  Και  λοιπόν  η  πόλη  θα  μας  πει  όσα  πρέπει  εγώ  να
διατάζω;
ΑΙ.:  Βλέπεις  πως  είπες  αυτόν  τον  λόγο  σαν  (πολύ
νέος)ανόητος;
ΚΡ.:  Για  λογαριασμό  άλλου  ή  για  δικό  μου  πρέπει  να
κυβερνώ εγώ τη χώρα τούτη;
ΑΙ.:  (Καμία)  πόλη  δεν  υπάρχει  που  ν’  ανήκει  σ’  έναν
άνθρωπο.
ΚΡ.:  ∆εν  θεωρείται  η  πόλη  ότι  ανήκει  στον  άρχοντα
 (σ’ αυτόν που την κυβερνά);
ΑΙ.: Ωραία, βέβαια,, εσύ θα κυβερνούσες μόνος σου μια
έρημη πόλη.

740-769
ΚΡ.:  Αυτός  εδώ,  καθώς  φαίνεται,  είναι  σύμμαχος  της
γυναίκας.
ΑΙ .: (Ναι βέβαια) Αν είσαι γυναίκα, γιατί πραγματικά για
σένα ενδιαφέρομαι εγώ.
ΚΡ.:  Αχρείε,  (ενδιαφέρεσαι  για  μένα)  ενώ  αντιδικείς με
τον πατέρα σου;
ΑΙ .: Ναι, γιατί σε βλέπω να παίρνεις άδικες αποφάσεις.
ΚΡ.: Αδικώ ,τιμώντας την εξουσία μου;
ΑΙ.:  Ναι,  γιατί  δεν  τη  σέβεσαι,  όταν  καταπατείς  τους
νόμους των θεών.
ΚΡ.: Πρόστυχε χαρακτήρα και δούλε μιας γυναίκας.
ΑΙ.: Ναι, (μπορεί να είμαι δούλος) Αλλά τουλάχιστον δεν
θα με βρεις να υποκύπτω σε αισχρές πράξεις.
ΚΡ.: Τουλάχιστον αυτά εδώ τα λόγια σου είναι για χάρη
εκείνης.
ΑΙ.: Και για σένα και για μένα και τους θεούς του κάτω
κόσμου (ενδιαφέρομαι).
ΚΡ..: Με κανέναν τρόπο πια δεν θα νυμφευτείς ποτέ σου
ζωντανή αυτήν.
ΑΙ.:  Ε,  τότε  θα  πεθάνει  αυτή  και  με  το  θάνατό  της
κάποιον άλλο θα σκοτώσει.
ΚΡ.:  Αλήθεια,  έρχεσαι  εναντίον  μου  με  τόσο  θράσος,
ώστε να με απειλείς ακόμα;
ΑΙ.:  Και  ποια  απειλή  είναι  να  μιλεί  κανείς  μπροστά  σε
ανόητες γνώμες;
ΚΡ.: Κλαίγοντας θα μου βάλεις μυαλό, αν και εσύ ο ίδιος
είσαι άμυαλος.
ΑΙ.:  Αν  δεν  ήσουν  πατέρας  μου,  θα  έλεγα  πως  εσύ  δεν
σκέφτεσαι σωστά.
ΚΡ.:  Μην  προσπαθείς  να  με  κολακεύσεις,  ενώ  είσαι
δούλος μιας γυναίκας.
ΑΙ.: Να μιλάς μόνο θέλεις και ενώ μιλάς να μην παίρνεις
καμιά απάντηση;
ΚΡ.: Αλήθεια; Αλλά μα τον ίδιο τον Όλυμπο, να ξέρεις
ότι δεν θα με βρίζεις ατιμώρητα με συνεχείς κατηγορίες.
Φέρτε  τη  μισητό  πράγμα,  για  να  πεθάνει  αμέσως
μπροστά στα μάτια του,
κοντά παρουσία του μνηστήρα (κοντά στο γαμπρό που
θα’ ναι παρών).
ΑΙ .: Όχι, βέβαια, αυτό ποτέ σου μην το σκεφτείς
αυτή  δεν  θα  πεθάνει  κοντά  μου  τουλάχιστον,  και  εσύ
ποτέ πια
δεν  θα  δεις  το  πρόσωπό  μου  κοιτάζοντάς  το  με  μάτια
σου,
για να δείχνεις την τρέλα σου σε όσους από τους φίλους
σου μπορούν να την ανεχτούν.
[Ο Αίμων φεύγει από την αριστερή πάροδο]
ΧΟ.:  Ο  άντρας,  βασιλιά,  έφυγε  από  την  οργή  του
γρήγορα
και η ψυχή του νέου, αν πονέσει, είναι επικίνδυνη.
ΚΡ .:  (Ας  πάει),  και  ας  μεγαλοπιάνεται  με  πράγματα
μεγαλύτερα  από  ό,τι  ταιριάζει  σε  έναν  άνθρωπο(που
ξεπερνούν το όριο της ανθρώπινης δυνατότητας.)
Όμως τις δυο αυτές κόρες δε θα γλιτώσει από το θάνατο

770-780
ΧΟ.:  Σκέφτεσαι  αλήθεια  να  τις  θανατώσεις  και  τις  δύο
αυτές;
ΚΡ.: Μα όχι βέβαια αυτή που δεν άγγιξε (το νεκρό).
έχεις δίκιο πράγματι.
ΧΟ.: Και με τι τρόπο σκέφτεσαι να τη θανατώσεις;
ΚΡ.: Αφού την πάω εκεί που ο δρόμος είναι απάτητος
θα την θάψω ζωντανή σε πέτρινη σπηλιά
αφού  της  αφήσω  τροφή  μόνο  τόση  όση  μόλις  να  είναι
αρκετή για εξαγνισμό,
για να αποφύγει το μίασμα όλη η πόλη.
Και  εκεί  παρακαλώντας  τον  Άδη,  που  μόνο  από  τους
θεούς τιμά, ίσως γλιτώσει το θάνατο,
ή τουλάχιστον θα αντιληφθεί, αν και αργά, ότι
μάταιος κόπος είναι να τιμά κανείς αυτούς που’ ναι στον
Άδη.
  [Ο Κρέων ξαναμπαίνει στο Παλάτι]



                                                                                                                                   4ο EΠEIΣΟ∆ΙΟ (801-943) 
Ξεκινά με τον κομμό (θρηνητικό τραγούδι) της Αντιγόνης 
(77 στίχοι) και ακολουθεί το κυρίως επεισόδιο (61 στίχοι). 
Το λυρικό στοιχείο είναι κυρίαρχο. 
Η Αντιγόνη βγαίνει από το γυναικωνίτη στη σκηνή και θρηνεί τη μοίρα της. Ο Χορός προσπαθεί να την παρηγορήσει και στο τέλος της λέει πως η ευθύνη για την τύχη της είναι προσωπική. 
Εμφανίζεται ο Κρέοντας που διακόπτει το θρήνο της Αντιγόνης 
Δίνει εντολή στους δορυφόρους να εκτελέσουν την ποινή. Η Αντιγόνη αποχαιρετά τη Θήβα. 

4ο ΣΤΑΣΙΜΟ (944-987) 
Ο  Χορός  αναφέρει  παραδείγματα  ανθρώπων  (της  ∆ανάης,  του  Λυκούργου  και  της Κλεοπάτρας) που  έπληξε η Μοίρα και οι οποίοι κλείστηκαν στη φυλακή. Ο Κρέοντας μάλλον είναι στη σκηνή. 
Το Στάσιμο αναφέρεται στην παντοδυναμία της Μοίρας. 

5ο ΕΠEIΣΟ∆ΙΟ (988-1114) 
Στη  σκηνή  εμφανίζεται  ο  μάντης  Τειρεσίας  (απρόσκλητος  και  απροειδοποίητα),  που συμβουλεύει τον Κρέοντα να υποχωρήσει και να θάψει το νεκρό. Του αποκαλύπτει ότι η μαντική  του  τέχνη  του  φανέρωσε  απειλές  για  τον  Κρέοντα  και  την  πόλη,  γιατί  οι  θεοί οργίστηκαν από τη μόλυνση των βωμών, που προκάλεσε η κατασπάραξη της σάρκας του Πολυνείκη. 
Αρχίζει,λοιπόν, η περιπέτεια περιπέτεια περιπέτεια (μεταστροφή του δράματος). Η ανθρώπινη αυθαιρεσία του Κρέοντα έρχεται πια αντιμέτωπη με τη θεϊκή θέληση. 
Ο  Κρέοντας,  αφού  συγκρουστεί  με  τον  Τειρεσία,  πείθεται  τελικά  να  ελευθερώσει  την 
Αντιγόνη. 
5οΣΤΑΣΙΜΟ ΣΤΑΣΙΜΟ (1115-1154) 
Ο Χορός εκφράζει τη χαρά του για τη μεταστροφή του Κρέοντα και καλεί το ∆ιόνυσο 
να φέρει τον καθαρμό στην πόλη με γιορταστικούς χορούς. 

ΕΞΟ∆ΟΣ   (1155-1353) 
Στην  εισαγωγική  σκηνή  (στ.  1155-1179)  εμφανίζεται  ένας  αγγελιοφόρος  που  μιλάει αρχικά γενικά για την αστάθεια των ανθρώπινων πραγμάτων και στο τέλος αναγγέλλει την αυτοκτονία του Αίμονα. Ταυτόχρονα εμφανίζεται στη σκηνήη Ευρυδίκη. 
Στην κύρια σκηνή (στ. 1180-1256) η Ευρυδίκη ζητάει να ακούσει τις πληροφορίες για το θάνατο του παιδιού της. Ο αγγελιοφόρος αφηγείται αρχικά την ταφή του Πολυνείκη. Στη  συνέχεια  διηγείται  ότι  στη  φυλακή  της  Αντιγόνης συνάντησαν  τον  Αίμονα αγκαλιασμένο  με  το  πτώμα  της  Αντιγόνης,  που  είχε  αυτοκτονήσει.  Μόλις  τους  είδε  ο Αίμονας,  τράβηξε  το  σπαθί  του  εναντίον  του  πατέρα  του,  που  τράπηκε  σε  φυγή, 
Αμέσως  ο  νέος  αυτοκτόνησε.  Στο  τέλος  της  αφήγησης  η  Ευρυδίκη  αναχωρεί συντεριμμένη. 

Στον  κομμό  του  Κρέοντα  (στ.  1257-1353), ο  βασιλιάς  θρηνεί  για το  θάνατο  του γιου του  και  κακίζει  το  πείσμα  του.  Ο  εξάγγελος  αναγγέλλει  και  την  αυτοκτονία  της Ευρυδίκης συντρίβοντας τελειωτικά τον Κρέοντα Ο Χορός φεύγει συμπεραίνοντας ότι οι θεοί τιμωρούν την αλαζονεία και την ασέβεια (ύβρη).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου