ΤΑ ΒΕΝΕΤΙΚΑ
Ἡ Ἐκκλησία ἐδιάβαζε*, Κυριακὴν πρωί, κ᾿ ἡμεῖς οἱ δύο, ὁ Νικολὸς τ᾿ Ἁγιώτη κ᾿ ἐγώ, ἐπήραμεν, ἐκεῖνος τὸ ζεμπίλι στὸν ὦμον ―εἶχε βάλει μέσα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μικρὰ ὀψώνια διὰ τὸ ἐξοχικὸν γεῦμά μας, καὶ τὸ σίδηρον τῆς σκαπάνης― ἐγὼ δὲ ἐκράτουν ἐπιδέξια, τάχα ὡς ραβδίον ὁδοιπορίας, τὸ ξύλον ἢ στειλιάρι τῆς τσάπας αὐτῆς, κ᾿ ἐκινήσαμεν εἰς μελετημένην ἐκδρομήν.
Εἶχε κάμει ταξίδια ὁ Νικόλας ἀνὰ τὸ Αἰγαῖον, μὲ τὴν γολέταν τοῦ πατρός του, εἰς κύκλους τριῶν ἐνιαυτῶν, καὶ τώρα, τὸ φθινόπωρον τοῦ 187…, ὁ γερο-Ἁγιώτης εἶχε δέσει τὴν σκούναν του ἀπὸ τὴν Κολώναν τῆς ἀγορᾶς, ὅπως ἐσυνήθιζον οἱ καραβοκυραῖοι τοῦ καιροῦ ἐκείνου, εἰς τὸν μικρὸν λιμένα, κ᾿ ἐκάθισε νὰ διαχειμάσῃ εἰς τὴν ἑστίαν του.
Ὁ ὁμήλικος φίλος μου, ὁ Νικολός, εἶχε μβαρκάρει τὸ πρῶτον πρὸ τριῶν χρόνων, κατὰ Μάρτιον, ἀφήσας μισὰ τὰ μαθήματα τοῦ σχολείου, κ᾿ ἡμᾶς τοὺς συμμαθητάς του ὀρφανούς. Κατὰ πᾶν φθινόπωρον ὁ Νικολὸς ἐπανήρχετο σοφώτερος ἀπὸ τὰ ταξίδια. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ μέρη ὅπου εἶχεν ἀρμενίσει διηγεῖτο εἰς ἡμᾶς τοὺς στασίμους, τὰ ὀστρείδια τοῦ βράχου, ὅπως μᾶς ὠνόμαζεν, ὅλα τὰ θαύματα ὅσα εἶδεν· εἰς τὸ ὄρος Ἄθω, ὅπου εἶχον μετακομίσει ἀπὸ τὰ μετόχια τὴν ἐσοδείαν τῆς χρονιᾶς εἰς ἓν τῶν μοναστηρίων, τὸ Χιλιαντάρι, ὅπου εἶχε μάθει καὶ ἄλλας σλαβωνικὰς λέξεις, καὶ τὸν στίχον τοῦτον:
Χιλιαντάρα μοναστήρα ντόμπρα ντόμπρα κουλκουτίτσα*
εἶχεν ἀκούσει προσέτι καὶ τὸ Ἄξιόν ἐστιν εἰς τὴν γλῶσσαν ἐκείνην: «Ντόστονο ἒστ γιακοβώ, ἰστίνο μπλαζίτιτια Μπογορόδιτς…»*. Εἰς τὴν Σαλονίκην πάλιν εἶχεν ἐκμελετήσει τὰ ἤθη τῶν Ἑβραίων, καὶ διηγεῖτο πῶς ἕνα χωριατόπουλο, πρώτην φορὰν ἐλθόν, καὶ ἰδὸν Ἑβραῖον μὲ μακρὰ ροῦχα καὶ γένεια, τὸν ἐξέλαβεν ὡς παπάν, κ᾿ ἔσπευσε νὰ βάλῃ μετάνοιαν· τότε πλῆθος Ἰουδαίων ἐλθόντες, ἐνέπαιζον τὴν ἀκακίαν τοῦ παιδίου, ἀπαιτοῦντες ὅλοι τὴν ἰδίαν χριστιανικὴν ὑπόκλισιν, καὶ λέγοντες: «Κάμε καὶ τοῦτο τὸ παπὰ μετάνοια, κουζούμ*· κάμε καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ παπὰ μετάνοια…». Εἰς τὴν Σμύρνην πάλιν εἶχεν ἀκούσει τόσες περιπαθεῖς πατινάδες εἰς τὸν Φραγκομαχαλάν, καὶ εἶχεν ἀπολαύσει εἰς τὴν Ἁγίαν Φωτεινὴν τὴν ψαλμῳδίαν τοῦ «Νικολάου Σμύρνης».
Τὴν χρονιὰν ἐκείνην, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν πατρίδα ―θὰ ἦτο τότε ὣς δεκαεννέα ἐτῶν, ἐγὼ δὲ ἤμην σχεδὸν δύο ἔτη νεώτερος― τρέφων φιλίαν πρὸς ἐμέ, μοῦ ἐνεπιστεύθη τότε, ὅπως δὲν ἦσαν σπάνιαι αἱ διηγήσεις αὗται κατ᾿ ἐκείνους τοὺς χρόνους· λ.χ. ὁ δεῖνα παλαιὸς κλέφτης ἢ ἀγωνιστής, ξενιτευμένος τόσα χρόνια, ἐξόριστος εἰς τὴν Ἀνατολήν· ἢ καὶ πρῴην ληστής, φυγόποινος ἢ δραπέτης, ἔτυχε νὰ συναντηθῇ μ᾿ ἕνα «καραβάν», καταγόμενον ἀπὸ μίαν τινὰ νῆσον τοῦ Αἰγαίου· καὶ ἅμα τῇ γνωριμίᾳ, κ᾿ ἐπάνω εἰς τὸ κέρασμα, ἤρχισε νὰ τοῦ διηγῆται πῶς εἰς τὰ 23 ἢ τὰ 25, ὅταν ἦτον λιάπης, στρατιώτης τοῦ Καρατάσου, εἶχε ζήσει μακρὸν χρόνον εἰς τὴν νῆσον ἐκείνου τοῦ καραβᾶ· μὲ χαμηλὴν φωνήν, καὶ μ᾿ ἐμπιστευτικὸν τρόπον τοῦ ἀπεκάλυπτε πῶς εἰς ἕνα ξωκκλήσι, ἀντικρὺ στὸ Κάστρο τοῦ Βοριᾶ, ἐκεῖ ποὺ ἀγριεύει καὶ πλήττει τοὺς βράχους τὸ κῦμα· ὅπου βοΐζουν οἱ ρεματιὲς καὶ ἀντιλαλοῦν τὰ σπήλαια, καὶ ὁ χείμαρρος κατέρχεται δρομαῖος κατὰ τὸ ρέμα καὶ τοὺς βράχους καὶ τὶς ἀμμοῦδες τὶς βαθιές· ἐκεῖ στὸ ἐρημοκκλήσι, ὁποὺ τὸ λένε Παναγία Ντομάν, ἀντίκρυ στὸ ἱερὸ τῆς ἐκκλησιᾶς εἶναι χωμένα γρόσια, φλωριὰ βενέτικα. Τὴν ὥραν ποὺ βγαίνει ὁ ἥλιος, καθὼς θὰ κτυπήσῃ τὴν κορυφὴν τοῦ σουβλεροῦ βράχου, τὸν λέγουν Μύτικα, ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου πέφτει ὁ ἴσκιος τῆς κορυφῆς τοῦ Μύτικα, ἐκεῖ νὰ σκάψουν ―ἄχ! νὰ μποροῦσε ὁ γερο-λεβέντης ὁποὺ τά ᾽λεγε, νὰ κάμῃ φτερά, νὰ βρεθῇ ἕνα πρωὶ στὸ μέρος ἐκεῖνο, πλὴν τὰ φτερά του ἦσαν κομμένα τώρα― καὶ θὰ εὕρουν τὰ γρόσια.
*
* *
* *
Ἕνα τοιοῦτον γερο-λύκον παλαιὸν εἶχε συναντήσει, φαίνεται, ὁ νεαρὸς Νικόλας εἰς τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς τὰ παράλια, ὅπου εἶχε προσεγγίσει ἡ γολέτα, καὶ τοιαύτην ἱστορίαν ἐκεῖνος τοῦ εἶχε διηγηθῆ. Καὶ ἅμα ἦλθεν, ὁ φίλος μου ἔσπευσε νὰ μὲ κάμῃ κοινωνὸν τοῦ μυστικοῦ, ἢ μέτοχον τῆς ἐπιχειρήσεως. Χάριν μεγαλυτέρου κύρους, ὡς περίεργος καὶ μνήμων ὁποὺ ἦτο, μοῦ διηγεῖτο πολλὰ καὶ ἄλλα ἐγχώρια θρυλήματα.
― Ξέρεις πόσοι καὶ πόσοι ἔχουν εὑρεῖ γρόσια στὰ παλαιὰ χρόνια!… Ὁ παππούς σου, ὁ γερο-Μωραΐτης ὁ Ἀλέξανδρος, ποὺ ἔχεις καὶ τ᾿ ὄνομά του, δὲν ηὗρε τὸν μαμτζὰ (δηλ. μακρὸν ὑπόδημα ἢ μπόταν) μὲ τὰ βενέτικα, στὴν ἀγκωνὴ τοῦ κατωγιοῦ, στὸ σπίτι μὲ τὴν αὐλὴ τὴν μεγάλη ποὺ τὸ ἔχει τώρα ὁ γυιός του ὁ Δήμαρχος, ὁ μπάρμπας σου;… Ὁ γερο-Χατζηραφτάκης, ποὺ ζῇ ἀκόμα ―δὲν πᾷς νὰ τὸν ἐρωτήσῃς, ἀγκαλὰ… δὲν θὰ σοῦ τὸ πῇ― δὲν ηὗρε μιὰν τζάρα* (ἢ πιθαράκι) γεμάτη φλουριά, στὴν πεζούλα τῆς αὐλῆς του, ποὺ τὴν ἐχάλασε γιὰ νὰ τὴν ξαναφτιάσῃ;… Τὴν γριὰ τὸ Μπραϊνὼ τς Ἀλεφαντοῦς δὲν τὴν ὠνείρεψε νὰ πάῃ νὰ σκάψῃ στὸ ἔρμο Κάστρο, μὲ ἄλλες δυὸ μαζί ―τὴ γριὰ Καλοειδίτσα καὶ τὴ Σεβαστάκαινα― κ᾿ ἐπῆγαν, κ᾿ ηὗραν τὰ γρόσια; Νὰ τὶς ἐρωτήσῃς, δὲν τὸ μαρτυροῦν, μὰ τὰ ηὗραν… Τὸ πλιὸ παράξενο ἀπ᾿ ὅλα ἦτον τὸ συμβὰν τοῦ γερο-Σκοινᾶ. Ἀπὸ ποῦ, θαρρεῖς, ἔγινε καπετάνιος, μὲ δυὸ καράβια, ὁ Γιάννης ὁ Σκοινᾶς; Εἶχε ἐργάτες στὸ χωράφι, κάτω ἀπ᾿ τὸν Ἀραδιᾶ, κατὰ τὸ γιαλό, κοντὰ στὸ ρέμα. Ἦτον Σάββατο βράδυ. Ὅλη μέρα ξεσκόλωναν*, βοτάνιζαν, ἔσκαβαν. Κατὰ τὸ δειλινό, σὰν ἄρχισε νὰ γέρνῃ ὁ ἥλιος, ὁ ἕνας ὁ ἐργάτης, ἐκεῖ ποὺ ἔσκυφτε στὴ δουλειά του, κι ὁ Γιάννης, μὲ τὸ τσιμπούκι του ἀναμμένο, ἐκάθητο σ᾿ ἕνα μεγάλο κούτσουρο, καὶ τὸν ἐκοίταζε πῶς δουλεύει, δυὸ-τρία βήματα παρέκει· ἐκεῖ ὁ ἐργάτης βρίσκει κάτω στὴ γῆς ἕνα τάλλαρο κολωνᾶτο. Καὶ νὰ ἤθελε νὰ τὸ κρύψῃ δὲν θὰ μποροῦσε, γιατὶ ὁ γέρος ἦτον καταμπροστά του. «Ἀφεντικό, τοῦ λέει, κοίταξε τί ηὗρα. Μὴ σοῦ ἔπεσε;» Ὁ Γιάννης ἔκαμε πὼς ἔψαχνε στὴν τσέπη του, κ᾿ εἶπε: «Τῳόντι, ἐμένα μὄπεσε». Κ᾿ ἔλεγε σὰν ἀλήθεια, γιατὶ τοῦ ἔπεσε πράγματι στὸν λαχνό… «Καλά, εἶπε, θὰ σοῦ δώσω τὰ βρεθίκια». Τ᾿ ἅρπαξε, καὶ τό ᾽βαλε στὴν τσέπη. Ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμή, καὶ μὲ μάτια τέσσερα, ὁ Σκοινᾶς, γιὰ νὰ μὴν τὸν καταλάβῃ ὁ ἐργάτης ― ἀπάν᾿ ἀπὸ τὸ κεφάλι τους ἦτον ἕνας πεῦκος, μεγάλο δένδρο· ὁ μεροκαματιάρης ἄνθρωπος, καθὼς ἔσκυφτε κ᾿ ἔσκαβε, δὲν ἔβαλε ὁ νοῦς του νὰ κοιτάξῃ καταπάνω. Θὰ πῇς, γιατί; Δὲν ἦτον κισμέτι*, τόσο ἦτον τὸ ριζικό του, ἡ μοῖρά του ἦτον νὰ σκύφτῃ καὶ νὰ σκάβῃ. Ὁ γερο-Σκοινᾶς ὅμως, καθὼς ἐκάθητο ἀναπαυτικὰ μὲ τὸ τσιμπούκι του, πολὺ βολικὰ τοῦ ἤρχετο νὰ κοιτάξῃ καταπάνω στὸν πεῦκο. Καὶ τί βλέπει; Ἕνα δισσάκι παμπάλαιο, πέτσινο, καταμουχλιασμένο, ἐκρέμετο ἀνάμεσα στὰ πυκνὰ κλωνάρια τοῦ παλαιοῦ δένδρου. Πέρασε μισὴ ὥρα. Ὁ ἥλιος ἔγερνε, καὶ κατέβαινε γιὰ νὰ κρυφθῇ στὸ βουνό, [καὶ] στὴ μεγάλη στεριὰ τὴν ἀντικρινή. Τότε γυρίζει ὁ γερο-Σκοινᾶς, καὶ λέει στοὺς τρεῖς ἢ τέσσερες νομάτους, ὁποὺ εἶχε γιὰ νὰ τοῦ ξανοίξουν* τὸ χωράφι: «Ἐπειδὴς ξημερώνει Κυριακὴ αὔριο, παιδιά, ἂς σκολάσουμε νωρίτερα, δὲν πειράζει. Βάλτε το γιὰ τὸ χωριό, κ᾿ ἐγὼ θὰ μείνω παραπίσω· θέλω νὰ κατεβῶ ὣς τὸν γιαλό, νὰ πλύνω τὰ ποδάρια μου, καὶ μπορεῖ νὰ σᾶς φτάσω στὸν δρόμο· ἀλλιῶς, περνᾶτε ἀπ᾿ τὸ σπίτι, ν᾿ ἀφῆστε τὰ σύνεργα, νὰ σᾶς κεράσῃ ἡ κυρά, καὶ τὸ σουρούπωμα σᾶς βρίσκω κάτω στὴν πιάτσα καὶ σᾶς δίνω τὰ μεροκάματα». ― «Καλό, ἀφέντη». Ἐκεῖνοι ἔκαμαν κατὰ τὴ ράχη, κι ὁ γερο-Σκοινᾶς κατὰ τὸ ρέμα. Κεῖνοι ἐτράβηξαν τὸν ἀνήφορο, κι αὐτὸς ἐκρύφθη μὲς στ᾿ ὀρμάνι. Κεῖνοι ἐκοίταζαν τὸν δρόμο τους, κι αὐτὸς εἶχε τὸ μάτι κολλημένο στὸν πεῦκο. Σὰν ἀλαργάρισαν ἐκεῖνοι, κι αὐτὸς ἐζύγωσε, κι ἀνέβη ἀλαφρὸς στὸ δένδρο, κ᾿ ἐκαβαλίκεψε στοὺς κλώνους, κ᾿ ἐξεκρέμασε κεῖνο ποὺ ἐφαίνετο σὰν δισάκκι ἀραχνιασμένο, μιὰ χαρά, καὶ τὸ δισάκκι σάπιο ἔρεψε ὅλο, καὶ τὰ κολωνᾶτα πετάχθηκαν σωρός, κάτω στὸ χῶμα. Κ᾿ ἔτσι μ᾿ αὐτὰ καὶ μ᾿ αὐτά, ἔχτισε ὁ γερο-Σκοινᾶς ἀνώγια καὶ κατώγια, κ᾿ ἐσκάρωσε 〈σκαριὰ〉 κι ἀρμάτωσε ἄρμενα. Καὶ θαρρῶ πὼς θὰ ξέχασε νὰ δώσῃ καὶ τοῦ φτωχοῦ ἐργάτη τὰ βρεθίκια ποὺ τοῦ ἔταξε.
*
* *
* *
Ὁ Νικόλας ἦτον στοχαστὴς πολύ, καὶ εἶχεν ἐκλέξει καλῶς τὴν ὥραν. Οὐδὲ πιθανὸν ἦτο νὰ συναντήσωμεν ἄνθρωπον καθ᾿ ὁδὸν τὴν ὥραν ἐκείνην τῆς Κυριακῆς, πλὴν ἐὰν μακρόθεν ἐφαίνετο ὡς φεύγουσα σκιὰ κανὲν κρυπτόμενον εἰς τὴν διάβασίν μας βοσκόπουλον· ἢ ἂν διεκρίνομεν ὄπισθεν τῶν πυκνῶν θάμνων κάπου τὸ ἴνδαλμα παιδίσκης τινὸς βοσκοπούλας, ποὺ νὰ ἐξαφνίζετο καὶ νὰ ἐφάνταζε κάπου ὡς ζωντανὸν σκιάχτρον. Κ᾿ ἐγὼ ἐκράτουν τὸν πέλεκυν τῆς σκαπάνης ὡς ράβδον, κ᾿ ἐκεῖνος εἶχε τὸ σίδηρον μέσα στὴν σπυρίδα τὴν πλεκτήν. Καὶ μοῦ ξανάλεγε στὸν δρόμον πῶς ὁ γερο-κλέφτης ὁ παλαιός, μὲ τὰ μουστάκια του ἀγκίστρια δεμένα ὄπισθεν τῶν ὤτων, τοῦ εἶχε διηγηθῆ τὴν ἱστορίαν. Βέβαια μὲ τὸν Καρατάσον ἦτον παλληκάρι κι αὐτός. Λοιπὸν ὁ θησαυρὸς περὶ οὗ ὁ λόγος, χιλιάδες φλωριά, ὅλο βενέτικα, ἦτο θαμμένος σιμὰ εἰς τὴν Παναγίαν τῆς Κεχριᾶς, ἀπ᾿ ὀπίσω ἀπ᾿ τὸ παλαιὸν μοναστηράκι, κατὰ τὴν μικρὰν πόρταν, σύρριζα εἰς τὴν νοτιανατολικὴν ὁποὺ ἦτον ὅλη κατηρειπωμένη τώρα, καὶ τὸ μονύδριον ἔρημον πρὸ πολλοῦ. Καὶ ἀντικρὺ εἰς ἕνα μεγάλον βράχον, πάντοτε τὴν ὥραν ὁποὺ θὰ ἐψήλωνεν ὁ ἥλιος δύο κοντάρια, ἢ τρεῖς καλαμιές ―δι᾿ ὅλα εἶχε προνοήσει ὁ Νικόλας, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ πάρωμεν μαζί μας κανὲν τοιοῦτον μέτρον, διὰ νὰ εὕρωμεν τὸ ὕψος τοῦ ἡλίου― ἐκτὸς ἂν θὰ μᾶς ἐχρησίμευε πρὸς τοῦτο τὸ στειλιάρι τῆς τσάπας ὁποὺ ἐκράτουν ἐγώ ― ἐκτὸς πάλιν, ἂν τὸ ξύλον τοῦτο θὰ ἔπρεπε νὰ χρησιμεύσῃ διὰ μέτρημα τῶν ἰδίων πλευρῶν μας, οἵτινες, ἐπιθυμοῦντες χρήματα (λέγει ὁ Δαυίδ, ἐπιθυμία ἁμαρτωλοῦ ἀπολεῖται, καὶ ὁ Σολομὼν λέγει, ἐπιθυμίαι ἄνδρας κτείνουσι), δὲν ἐβλέπομεν ἐμπρός μας τὴν πρὸς τοῦτο ἄγουσαν ὁδόν, τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι καὶ πλεῖστοι Γραικοὶ γνωρίζουσιν· ἐργασία, οἰκονομία κατ᾿ ἀρχάς, εἶτα ἀσπλαγχνία, τοκογλυφία, ἐκμετάλλευσις ὅλων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· ἐκεῖ ἄρα ὅπου ἔμελλε ν᾿ ἁπλωθῇ τὴν ὥραν ἐκείνην ἡ σκιά, ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ σκάψωμεν, διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν θησαυρόν, ὅλο βενέτικα.
Σιμὰ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, εἰς τὸν Ἁι-Κωνσταντῖνον, ἐκεῖ ἦσαν τὰ Πλατανάκια, ὡραῖα δένδρα, καὶ ἀπὸ τὴν ρίζαν των ἀνέβλυζε δροσερὰ πηγή. Ἐστάθημεν πρὸς στιγμὴν διὰ ν᾿ ἀναψύξωμεν. Ἐκεῖθεν ἔπρεπε νὰ κατέλθωμεν τὸν κατήφορον, διὰ νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν Κεχριάν, μισὴν ὥραν δρόμον ἀκόμη. Ὁ Νικολὸς ἐφορτώθη πάλιν τὸ ζεμπίλι, ἐγὼ ἔλαβα τὸ εἶδος τοῦ ροπάλου μου, κ᾿ αἴφνης ἀκούομεν δρομαῖον βῆμα, καὶ εἰς τὰ ὦτά μας ἀντηχεῖ γνώριμος φωνή:
―Ἐδῶ εἶσθε;… Καλὰ ποὺ… σᾶς ηὗρα.
Ἤσθμαινεν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἀνηφορικὸν δρόμον. Ἦτον ὁ ἐξάδελφός μου ὁ Γιαννιός, ἄνθρωπος πλέον ἢ σαράντα ἐτῶν, ὀπαδὸς τῆς Μεγάλης Ἰδέας, ἔχων δύο βάρκες, τὴν «Θεοῦ Σοφίαν» καὶ τὴν «Ἑπτάλοφον».
― Μὴ φοβᾶστε… Καλά. Θὰ τὰ βροῦμε σίγουρα.
«Εἰ οὕτω φανερὸν γέγονε τὸ ρῆμα τοῦτο», εἶπέ ποτε ἐν ἀπορίᾳ ὁ Μέγας Μωυσῆς. Εἶχε φονεύσει τὸν Αἰγύπτιον πρὸς χάριν τῶν ἀδελφῶν του, καὶ οἱ ἀδελφοί του τὸν ἐφοβέριζαν καὶ τὸν ἐπότιζαν πικρίας.
― Πῶς τὸ ἔμαθες; Ποιὸς σοῦ τὸ εἶπε; ἠρώτησεν ἀπορῶν ὁ Νικολός.
― Μὴν τὰ ρωτᾷς… Θὰ τὰ βροῦμε, σᾶς λέω.
Ἀφότου εἶχε παύσει νὰ ταξιδεύῃ μὲ τὰ καράβια εἰς μακρινὰ πέλαγα, ἐψάρευε κατ᾿ ἀρχὰς γύρω εἰς τὴν νῆσον, κ᾿ ἐγιάλευεν* εἰς τὸν λιμένα. Ὕστερον ἠγόραζεν ἀπ᾿ ἀλλοῦ σιτάρια, τὰ ἄλεθεν εἰς τοὺς μύλους πέραν, ἐφόρτωνε τὶς δύο βάρκες κ᾿ ἤρχετο καὶ τὰ ἐπώλει εἰς τὸν τόπον. Εἶχε μανίαν ν᾿ ἀποκτήσῃ θησαυρούς, διὰ νὰ σώσῃ τὸ Γένος. Τότε τοῦ ἐκόλλησεν εἷς φοβερὸς ἀλήτης, ὁ Μαλάκιας λεγόμενος, ὅστις ἐξεμεταλλεύθη τὴν ἀδυναμίαν του αὐτήν, καὶ τοῦ ὑπεδείκνυεν ἀμυθήτους θησαυρούς, εἰς διαφόρους αἰγιαλούς, εἰς πολλὰς ἀκτὰς καὶ ἄλλας τοποθεσίας. Τὸν ἐπῆρε σύντροφον εἰς τὴν «Ἑπτάλοφον», ἀλλ᾿ αὐτὸς εἰς ὀλίγον καιρὸν τοῦ ἔγινεν ἀφέντης. Ὁ Γιαννιὸς ἐδούλευε δι᾿ αὐτόν. Ἐκαλοπερνοῦσε ὁ Μαλάκιας, κόττα-πίττα, ἐφόρεσε πανωβράκια* καὶ τουνέζικα φέσια δι᾿ ἐξόδων τοῦ Γιαννιοῦ, ἐκάπνιζεν ἀναριθμήτους ναργιλέδες, ἔξω στὰ καφενεδάκια, ἀκόμη καὶ στὴν βάρκα μέσα. Ἔπινε τσάια, ἔτρωγε κοτόπουλα. Καὶ καθ᾿ ἑβδομάδα ἔκαμναν τρία ταξίδια, καὶ στὸ γύρισμα ἐπλησίαζαν εἰς διαφόρους γιαλούς, κ᾿ ἔσκαφταν, ἔσκαφταν. Εἰς τὴν Χονδρὴν Ἄμμον, εἰς τὸ Ἐλαφοκκλήσι, εἰς τὸ Τουρκομνῆμα κ᾿ εἰς τὸ Μακρυκατάλυμα. Ὁ θησαυρὸς δὲν ἔμενε ποτὲ ἐντὸς τῆς θήκης, σύμφωνα μὲ τὴν ἐτυμολογίαν του, ἀλλ᾿ ἔκαμνε ποδάρια, ἔφευγεν, ἤλλαζε θέσιν· ἔτρεχεν ὡς τροχὸς κατὰ τὸ σχῆμα τὸ κυκλικὸν ὁποὺ ἔχει· πειρασμικά*, τελώνια, ἀπὸ φθόνον τὸν ἔκρυφταν· τὸν ἐμάγευεν ὁ Ἀράπης, ὁποὺ τὸν ἔβοσκε, κ᾿ ἔτρεχαν τὰ βενέτικα ὡς ἔμψυχοι τροχοὶ μαγευμένοι. Ἀλλὰ δὲν θὰ τοὺς ἔφευγεν ὅμως. Ποῦ θὰ πάῃ; Ὅπου καὶ ἂν ἔφευγε, θὰ τὸν ἔπιαναν μίαν ἡμέραν.
Τέλος ὑπέδειξεν ὁ Μαλάκιας εἰς τὸν καπετὰν Γιαννιόν, ὅτι, ἀφοῦ ἐκεῖνος τώρα ἐπέρασεν ἡ ἡλικία του, καὶ δὲν ἐμβῆκεν εἰς τὸν κόσμον ―καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ νυμφευθῇ, διότι ἡ ἰδέα ποὺ ἔτρεφε νὰ ἐλευθερώσῃ καὶ νὰ πλουτίσῃ τὸ Ἔθνος δὲν ἐπέτρεπε τὸν γάμον― ἔπρεπε τοὐλάχιστον νὰ φροντίσῃ νὰ νοικοκυρέψῃ αὐτόν, τὸν Μαλάκιαν, νὰ τὸν στεφανώσῃ καὶ τὸν κουκουλώσῃ, νὰ τὸν προικίσῃ καὶ τὸν ἀποκαταστήσῃ· οὕτω πως θὰ εἶχε κι αὐτὸς ὁ Γιαννιὸς καταφύγιον καὶ θάλψιν εἰς τὸ γῆράς του· διότι δὲν ἐσύμφερε νὰ μείνουν κ᾿ οἱ δύο ἄγαμοι. Καὶ ποῦ θ᾿ ἀπέθετον τὸν θησαυρόν, ἂν τὸν εὕρισκον, ὅπως ἔμελλον ἀσφαλῶς νὰ τὸν εὕρουν; Εἰς χήρας ἢ ὑπάνδρους ἀδελφὰς τοῦ Γιαννιοῦ κ᾿ εἰς ἕνα σωρὸν ἀνεψιάς του, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐμπιστευθοῦν. Αὐτὸς δὲ ἦτο ξένος εἰς τὸν τόπον, καὶ δὲν εἶχεν ἄλλην κατοικίαν εἰμὴ τὴν «Ἑπτάλοφον». Ἐνῷ ἂν ἔπαιρνε προικῴαν οἰκίαν, κατὰ τὸ ἔθος τοῦ τόπου, ἐκεῖ ἀσφαλῶς θὰ ἔκρυπτον τὸν θησαυρόν. Ὅλον τὸ κατώγι, ὅσον εὐρὺ καὶ ἂν ἦτο, μόλις θὰ ἤρκει διὰ νὰ τὸν χωρέσῃ, τόσον ἀμέτρητον πλῆθος βενέτικα.
Τῳόντι ὁ Γιαννιὸς κατώρθωσε νὰ τὸν προξενέψῃ, καὶ τὸν ἀρραβώνιασε μὲ μίαν ὀρφανὴν κόρην, τὸ Κουμπὼ τοῦ Καλκάνη. Μέγας θρίαμβος διὰ τὸν Μαλάκιαν. Ζαχαροχαμαλιά*, μπακλαβάδες, πετεινάρια καὶ φραγκοκοτόπουλα ἀγκαλιαστά, μοσχᾶτο κρασὶ ταμιτζάνες. Ἔκαμε δὲ αἴσθησιν τὸ πρᾶγμα εἰς τὸ μικρὸν χωρίον, καὶ εἷς αὐτοσχέδιος ποιητής, ὁ Μιτζέλος Δήμου Μιτζέλου, εἰς ἀνάμνησιν τῶν ἀρραβώνων ἐκόλλησε τὸ ἑξῆς τετράστιχον:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τέλος, ὅταν τὸ κακὸν ἐπαράγινε, ὁ τότε δήμαρχος τοῦ τόπου Κωνστ. Μωραΐτης, ἄνθρωπος ὅστις ἐξήσκει πολλάκις ἐπ᾿ ἀγαθῷ τὴν αὐθαιρεσίαν, κατὰ παράκλησιν τῶν συγγενῶν τοῦ Γιαννιοῦ, τὸν ἔκαμε «σουργούνι»* τὸν Μαλάκιαν, τὸν ἐξώρισε δηλ. ἁπλῶς καὶ καθαρῶς ἀπὸ τὸν τόπον, καὶ οὕτως ἐγλύτωσε τὸ Κουμπὼ τοῦ Καλκάνη, ἔσωσε δὲ καὶ τὸν καπετὰν Γιαννιόν, τὸν πάλαι ποτὲ ἰδιοκτήτην τῆς «Ἑπταλόφου» καὶ τῆς «Θεοῦ Σοφίας» (διότι ἐν τῷ μεταξὺ τὰ εἶχε φάγει ὁ Μαλάκιας ὅλα, καὶ ἡ μία βάρκα εἶχε πωληθῆ, ἡ ἄλλη ἦτον ὑπέγγυος) ἀπὸ τὴν Ἄτην τὴν σθεναρὴν καὶ ἀρτίποδα ἥτις πάντας ἀνθρώπους ἀᾶται, ὥστε μόνον τὸ Ὕδωρ τῆς Στυγὸς νὰ μένῃ «ἀάατον».
Αὐτὰ συνέβησαν ὕστερον, μετὰ δέκα χρόνους. Ὅταν δὲ μᾶς συνήντησεν ὁ ἐξάδελφός μου ὁ Γιαννιός, ἐπάνω στην Βρύσιν, στὰ Πλατανάκια, ἔμβρυον ἦτον ἀκόμη εἰς τὰς φρένας του ἡ μανία τοῦ θησαυροῦ, πρὸς πλουτισμὸν τοῦ Γένους, κι ὁ Μαλάκιας τὸ ἔμψυχον τερατῶδες ἄγαλμα τῆς λατρείας ταύτης. Ἀφοῦ δὲν ἠμπορέσαμεν νὰ λάθωμεν τὴν ἄγρυπνον προσοχὴν τοῦ πλοιάρχου τῆς «Ἑπταλόφου», διότι ἐνδιεφέρετο σφόδρα διὰ πᾶσαν ἱστορίαν θησαυροῦ, καὶ δὲν ἠδύνατο τίποτε νὰ τοῦ διαφύγῃ ― εἶναι ἄπορον πῶς δὲν ἔγινα ἐγὼ ὕποπτος εἰς τὸν Νικολόν· πλὴν ὁ φίλος μου δέν ἤθελε νὰ μὲ ἀδικήσῃ διὰ τοιαύτης ὑπονοίας. Καὶ ἕως σήμερον ἀκόμη δὲν ἐνθυμοῦμαι νὰ εἶπα τίποτε εἰς κανένα διὰ τὴν ὑπόθεσιν τοῦ θησαυροῦ τῆς Κεχριᾶς, νομίζω δὲ ὅτι πολὺ δὲν ἐπίστευα μέσα μου, ἂν καὶ τόσον νέος, εἰς τὴν ὕπαρξιν τοῦ θησαυροῦ τούτου. Ὁ Νικολὸς δὲν ἐλυπήθη πολὺ διὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Γιαννιοῦ, ἦτον δὲ πρόθυμος, ὡς λίαν καλόκαρδος, νὰ μοιράσῃ τὰ γρόσια, τὰ ὁποῖα θὰ εὕρισκε, καὶ μὲ αὐτὸν καὶ μὲ πάντα ἄλλον.
Ἐπήραμεν τὸν κατήφορον καὶ ἀφοῦ διήλθομεν τρία ρέματα, ἐπεράσαμεν πολλὰ πλάγια καὶ ρεβένια* κ᾿ ἐχώθημεν τέσσαρας φορὰς εἰς τὴν λάσπην. Εἶχε βρέξει πρὸ τριῶν ἡμερῶν, κ᾿ ἡ ὑγρασία τῆς γῆς θὰ διευκόλυνε μεγάλως τὴν ἐκσκαφὴν τοῦ θησαυροῦ μας. Ἔλεγε δὲ ὁ Νικολός, ὡς εὐσεβὴς νέος ὁποὺ ἦτον, ὅτι ἡ Λειτουργία τῆς Κυριακῆς τὴν ὥραν ἐκείνην ἦτο ἀγαθὴ συγκυρία, διότι πᾶσα καλὴ ἐργασία, δέησις, εὐχή, καὶ τάξιμον, κατὰ τὴν ὥραν τῆς Λειτουργίας ἐκτελεῖται. Ὅπως λ.χ. τὴν πρωίαν τῆς Μεγάλης Πέμπτης, τὴν ὥραν ὁποὺ διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Λειτουργίας, χύνει ὁ χρυσοχὸς τὸ δαχτυλίδι ἢ τὸ φλωρί, τὸ ὁποῖον ἔταξεν ἡ χαροκαμένη μάννα (τῆς ὁποίας ἔχουν ἀποθάνει τὰ πρῶτά της [τὰ] παιδιά) διὰ νὰ τῆς στερεωθῇ ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας, καὶ τῆς χαρίσῃ ὁ Θεὸς τὸ κατόπιν τέκνον της.
*
* *
* *
Τέλος ἐφθάσαμεν εἰς τὸ ἔρημον μοναστηράκι τῆς Κεχριᾶς. Ὁ ναΐσκος παλαιός, μὲ ζωηρὰς τοιχογραφίας, μὲ τὸν τροῦλλον καὶ τὰς χηβάδας του, ἑώρταζε τὴν Μετάστασιν, ἢ τὰ Ἐννιάημερα τῆς Παναγίας. Εἰσήλθομεν, ἐπροσκυνήσαμεν τὰς εἰκόνας, κι ὁ Νικολὸς ἤναψεν εὐλαβῶς τὰ κανδήλια. Μέσα εἰς τὸ ζεμπίλι του, χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῶ ἐγώ, εἶχε βάλει καὶ ἓν μολύβδινον παγούρι μ᾿ ἔλαιον.
Ἐξήλθομεν κ᾿ ἐκοιτάξαμεν γύρω-γύρω τὸν τόπον. Ὅλοι οἱ λόφοι, αἱ κλιτύες καὶ τὰ πλάγια, ἐλαιοφυτευμένα, γλαυκά, δροσερά, εὐώδη. Τὴν χρονιὰν ἐκείνην δὲν ὑπῆρχε καρπὸς ἐλαίας. Διότι αἱ ἐλαῖαι ἐκαρποφοροῦσαν «δευτεροχρονιά». Ἄλλως, ἂς ἦτο καὶ Κυριακή, ἐξάπαντος θὰ εὑρίσκομεν ἴχνη ἀνθρώπων εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα.
Κάτω πρὸς τὸν αἰγιαλόν, εἰς τὸ Βαθὺ Ρέμα, ὑπῆρχον ἢ μᾶλλον ἐσώζοντο, ἀπὸ παλαιοῦ καιροῦ, ὀλίγοι νερόμυλοι ἐφθαρμένοι, σχεδὸν ἐρείπια. Ἴσως δύο ἐξ αὐτῶν ἐδουλεύοντο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν. Πλὴν δὲν ἠκούσαμεν κρότον, οὐδὲ ψυχὴν εἴδομεν.
― Σήμερα Κυριακή, δὲν δουλεύουν, εἶπεν ὁ Γιαννιός.
― Ξέρω πὼς δὲν δουλεύουν, μὰ μπορεῖ νὰ βρίσκωνται, εἶπεν ὁ Νικόλας, ὅστις ἂν καὶ τόσον νεώτερός του, ἐφαίνετο νὰ γνωρίζῃ καλὰ τὰ μέρη.
― Καὶ λὲς νὰ εἶναι κανένας ἐδῶ;
―Ἡ γριὰ τὸ Μουσκαδὼ μὲ τὰ κορίτσια της, ἡ συμπεθέρα της ἡ Ἀγάλλαινα, καὶ τόσες ἄλλες, ἐδῶ βρίσκονται τὸν περισσότερον καιρό. Ἀποδῶ ἀραδίζουν*, πηγαίνουν, ἔρχονται. Τὴν νύχτα βλέπουν καὶ στοιχειὰ κάποτε ἐδῶ στὸ ρέμα.
― Καὶ σὰν τί στοιχειά; εἶπα ἐγώ.
― Τί λέω τὴν νύχτα, ἐπέφερεν ὁ Νικολός, ἀκόμα καὶ τὴν ἡμέρα. Νεράιδες, νεράιδες εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους νὰ χορεύουν, ἐδῶ κάτω στὸ ρέμα, σιμὰ στὴ βρύση. Νεράιδες ζωντανές, ἀσπροφορεμένες ποὺ ἔσερναν τὸν χορό, κ᾿ ἐτραγουδοῦσαν μέρα μεσημέρι: «Ἡμεῖς παίρνουμε τὶς μιλιές, ἡμεῖς καλὲς κυράδες». Καὶ κά, κά, κά, τὰ γέλια, καὶ κά, κά, κά, τὰ γέλια.
Ἐγὼ ἤκουα μετὰ προσοχῆς, κ᾿ ἐκοίταζα γύρω-γύρω, ὡς νὰ ἤλπιζα νὰ ἰδῶ κάπου ἀνάμεσα στὰ πυκνὰ κλαδιά, κάτω στὸ ρέμα, τὶς «καλὲς κυράδες», ὁποὺ ἔλεγεν ὁ Νικολός. Ἐξήλθομεν πρὸς τὴν μεσημβρινὴν πλευρὰν τοῦ παλαιοῦ μονυδρίου, καὶ οἱ δύο ἤρχισαν νὰ ἐπιθεωροῦν ἐπιμελῶς τὴν τοποθεσίαν.
― Νά ὁ μεγάλος βράχος, εἶπεν ὁ Νικολός, αὐτὸς θὰ εἶναι. Νά ὁ ἥλιος, τώρα πρέπει νὰ εἶναι δυὸ κοντάρια ψηλά. Νά καὶ ὁ ἴσκιος, ὣς ποῦ φθάνει.
Ἐσημείωσε τὸ μέρος μὲ τὸν πόδα, ἔλαβε τὸ σίδηρον ἀπὸ τὴν σπυρίδα του, τὸ προσήρμοσεν εἰς τὸ στειλιάρι, ἔκαμε τὸν σταυρόν του, κ᾿ ἤρχισε νὰ σκάπτῃ. Ἔσκαψε μισὴν ὥραν, ἔκαμε ρηχὸν πλατὺν λάκκον. Εἶτα ἐστάθη.
―Ἔλα, μπαρμπα-Γιαννιὲ τώρα· ἀράδα σου εἶναι.
Ὁ Γιαννιὸς ἔλαβε τὴν σκαπάνην καὶ τὸν διεδέχθη. Ἔσκαψεν ἄλλην τόσην ὥραν, ἐπλάτυνε τὸν λάκκον καὶ τὸν ἐβάθυνε.
Ἐπὶ δύο τρεῖς ὥρας ἐνηλλάσσοντο. Ἐδοκίμασα κ᾿ ἐγὼ ἅπαξ, ἀλλὰ δὲν ἠδυνήθην νὰ ἐργασθῶ πλέον τῶν δέκα λεπτῶν.
― Δὲν ξέρεις νὰ σκάψῃς, μοῦ εἶπεν ὁ Νικόλας.
― Δὲν εἶναι γιὰ τὰ χεράκια σου, εἶπεν ὁ Γιαννιός.
Ἐγὼ ἐντούτοις τὴν περισσοτέραν ὥραν ἐκαθήμην μόνος μακρὰν ἀπὸ τὴν γινομένην σκαφήν, πρὸς τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν τῆς πλευρᾶς τοῦ μοναστηρίου, ὀλίγα βήματα παραπάνω ἀπὸ τὸ μονοπάτι, τὸ φέρον κάτω πρὸς τὸ ρέμα. Ἐκεῖ ἐβίγλιζα, ἤτοι ἤμην καραούλι· εἶχα δηλ. σκοπιάν, μήπως φανῇ που ἐρχομένη ψυχὴ ἀνθρωπίνη, διαβάτου ἢ γείτονος, ὥστε νὰ τοὺς δώσω ἐγκαίρως εἴδησιν νὰ παύσουν, καὶ νὰ ἔλθουν εὐπρόσωποι πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἐκαθήμην.
Ἐκόντευε μεσημέρι, καὶ δὲν εἶχεν ἀκόμη μισὸ μπόι βάθος ὁ λάκκος. Ὁ ἱδρὼς περιέρρεε τὰ μέτωπα καὶ τοὺς λαιμούς των.
Ἐζήτησε νὰ πίῃ νερὸν ὁ Νικολὸς ἀλλ᾿ ἐστάθη.
― Τὸ νερό μας ἔκοψε, δὲν πίνεται… Κάθεσθε, νὰ πάω ὣς τὴν βρύσῃ νὰ φέρω νερό; Ἔρχεσαι, εἶπε πρὸς ἐμέ, μαζί μου;
―Ὄχι, κάθισε σύ, εἶπεν ὁ Γιαννιός, ποὺ εἶσαι πολὺ ἀποσταμένος, καὶ πάω ἐγὼ μὲ τὸν Ἀλέξανδρον.
― Δὲν πᾶμε καλύτερα καὶ οἱ τρεῖς μας; εἶπα ἐγώ… Δέν θὰ φᾶμε κιόλα κάτω στὴ βρύση;
― Ἐγὼ τὸ ξέχασα πὼς τρῶνε, εἶπεν ὁ Νικολός. Μὰ πῶς θὰ τ᾿ ἀφήσουμε αὐτὰ ἐδῶ;
―Ὁ λάκκος αὐτὸς ἐδῶ ποὺ εἶναι, εἶπεν ὁ Γιαννιός, δὲν θὰ φαίνεται ἀπ᾿ τὸ μονοπάτι κάτω. Ποιὸς θ᾿ ἀνεβῇ ἐδῶ ἀπάνω νὰ κοιτάξῃ; Κρύψε τὴν τσάπα μὲς στὰ χώματα, φέρε τὸ ζεμπίλι σου ἐδῶ, καὶ πᾶμε στὴ βρύση νὰ κολατσίσουμε.
Κατήλθομεν ὣς πεντακόσια βήματα κάτω εἰς τὸ ρεῦμα, ὅπου ἠκούετο νὰ κελαρύζῃ τὸ νερόν. Ἀνάμεσα εἰς πλατάνους βαθυφύλλους, ὁποὺ δὲν εἶχεν ἀρχίσει ἀκόμη νὰ πίπτῃ τὸ φύλλωμά των, εἰς τὸν ὑγρὸν κόλπον τῆς κοιλάδος, ὁποὺ ἐχορτομανοῦσε κ᾿ ἐδροσοβολοῦσεν ἀπὸ δρόσον φθινοπωρινήν, ἀπὸ τὰς λαγόνας ἑνὸς βράχου ἀμαυροῦ, ἀνέβλυζεν ἡ πηγή. Ἐκεῖ σιμὰ ἐκαθίσαμεν, κ᾿ ἐστρώσαμεν τὸ γεῦμά μας. Ὁ Νικολὸς ἐκαθάριζε τὶς σαρδέλες, ἐγὼ ἔσπαζα τὰ σφιχτοβρασμένα αὐγά, κι ὁ Γιαννιὸς ἀπὸ ἓν κλειδοπίνακον, τὸ ὁποῖον εἶχε τυλιγμένον μὲ λευκὸν ράκος μέσα στὴν τσέπην τοῦ ναυτικοῦ χιτωνίου του, ἔβγαλε τρεῖς ἢ τέσσαρες πέρκες τηγανητές, καὶ πέντε ἢ ἓξ κεφτέδες. Μόλις ἐκάμαμεν τὸν σταυρόν μας, κ᾿ ἐβάλαμεν δύο ψωμοὺς στὸ στόμα, κ᾿ ἐπαρουσιάσθη κάτι ὡσὰν ὀπτασία εἰς τὰ ὄμματά μας.
Τρία μικρὰ πλάσματα λευκοφορεμένα ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐπάνω, πρὸς τὴν βρύσιν, ὅπου ἡμεῖς ἐκαθήμεθα. Ἐφαίνοντο νὰ ἔρχωνται ἀπὸ τὸ κάτω ρέμα, τὸ γεῖτον τοῦ αἰγιαλοῦ, ἴσως ἀπὸ τοὺς μύλους, ὁποὺ ἔλεγεν ὁ Νικόλας.
― Νά οἱ Νεράιδες!
Ἐγὼ ἔβαλα τὴν φωνήν, καὶ σχεδὸν θὰ ηὐχόμην νὰ ἦσαν. Ἀλλ᾿ ὁ Νικολὸς μὲ ἐξήγαγεν ἀπὸ τὴν πλάνην.
― Αὐτὲς πρέπει νὰ εἶναι οἱ ἐγγονὲς τῆς Ἀγάλλαινας, καὶ τῆς συμπεθέρας της τῆς Μουσκαδῶς! Εἶναι Κυριακή, καὶ γι᾿ αὐτὸ φοροῦν ἄσπρα φουστανάκια. Εἶναι ὅλες καλοκαμωμένα κορίτσια, ὄμορφο σόι, ἐπέφερεν ὁ Νικολός.
Ἅμα μᾶς εἶδαν, αἱ τρεῖς κορασίδες ἐκοντοστάθηκαν, καὶ δὲν ἐβάδιζαν οὔτ᾿ ἐμπρὸς οὔτ᾿ ὀπίσω. Ἐκρατοῦσαν κανατάκια εἰς τὰς χεῖράς των.
Ὁ Γιαννιὸς ἔκραξε μὲ πραεῖαν φωνήν:
― Μὴ φοβᾶσθε, κορίτσια, δὲν εἴμαστε στοιχειά. Κ᾿ ἔπειτα ἐσεῖς ἀπὸ στοιχειὰ θὰ εἶσθε μαθημένες νὰ βλέπετε δῶ κάτω.
Τὰ τρία κοράσια ἐγέλασαν ὀξὺν καὶ ἀργυρόηχον γέλωτα, ὅπως γελοῦν οἱ νεράιδες.
―Ἐδῶ ἔρχεσθε καὶ παίρνετε νερό; εἶπεν ὁ Νικολός. Δὲν ἔχει νερὸ κάτω στὸ μύλο;
―Ἔχει, μὰ δὲν τῆς ἀρέσει τῆς μαννοῦς* μας, εἶπεν ἡ μία, ἡ μεγαλυτέρα ἐκ τῶν τριῶν. Δὲν εἶναι σὰν αὐτὸ ἐδῶ.
―Ἐκεῖ κάτω εἶναι ἡ μαννού σου;
―Ἐκεῖ εἶναι.
― Χαιρετίσματα νὰ τῆς πῆτε πολλά, ἀπ᾿ τὸ Νικολὸ τ᾿ Ἁϊώτη· εἴμαστε γενιά*.
― Μετὰ χαρᾶς.
Ἐγέμισαν τὰ κανατάκια των, κ᾿ ἔφυγαν τρέχουσαι. Ἡ πρώτη ἐξ αὐτῶν, ἡ λαλήσασα, ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὣς δεκαπέντε ἐτῶν· αἱ ἄλλαι, ἀδελφαὶ ἢ ἐξαδέλφαι της, θὰ ἦσαν ἕως δώδεκα ἢ δεκατριῶν. Καὶ αἱ τρεῖς εἶχον ἤδη τοὺς κόλπους «ὡς νεβροὺς δορκάδος κοιμωμένους ἐν μέσῳ κρίνων». Ἡ δὲ χροιὰ τοῦ προσώπου των ἐρρόδιζεν ὡς λευκὸν τριαντάφυλλον.
― Καλὰ ποὺ ἤρθαμε καὶ τὸ στρώσαμ᾿ ἐδῶ, εἶπεν ὁ Νικόλας· ἐὰν κανέν᾿ ἀπὸ αὐτὰ τὰ κοριτσάκια, τώρα, ἐξεθάρρευε ν᾿ ἀνεβῇ παραπάνω, ἢ ἂν τὶς ἤρχετο νὰ πᾶν νὰ προσκυνήσουν ὣς τὴν ἐκκλησιά ― ἢ ἂν τὶς εἶχε δώσει παραγγελία ἡ μαννού τους ν᾿ ἀνάψουν τὰ κανδήλια ―ποὺ προλάβαμε ἡμεῖς καὶ τ᾿ ἀνάψαμε― βέβαια θὰ μᾶς ἔβλεπαν νὰ σκάβουμε κεῖ ἀπάνω.
Ἐάν, τώρα, ὁ Νικολὸς εἶχε προτείνει αὐτὸς τὴν γνώμην ὅτι ἦτο καιρὸς νὰ κατέλθωμεν στὴν βρύσιν νὰ γευματίσωμεν, θὰ ἔλεγε: «Καλὰ σᾶς τὸ εἶπα ἐγώ». Ἐπειδὴ ὅμως ἄλλος τὴν ἐπρότεινε, δὲν ἔλεγε: «Καλὰ μᾶς τὸ εἶπεν ὁ Α». Καὶ τοῦτο, ἐνῷ ἦτο φίλος μου καὶ μὲ ἠγάπα. Μάταιοι οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.
*
* *
* *
Ἀφοῦ ἐφάγαμεν, μετὰ μίαν ὥραν ἀκόμη, ἐπανήλθομεν εἰς τὴν ἐργασίαν. Τώρα ὁ ἥλιος ἔπιπτε, καθὼς ἔκλινε πρὸς δυσμάς, εἰς τὸ μέρος τοῦ λάκκου, κ᾿ ἔκαιε πολύ. Ἡ ἀγγαρεία ἐγίνετο δυσκολωτέρα. Ἐντοσούτῳ ἔσκαψαν ἀκόμη ὣς δύο ὥρας, πότε ὁ Νικόλας πότε ὁ Γιαννιός. Πτυάριον δὲν ὑπῆρχε, καὶ ἀνεβίβαζον τὸ χῶμα μὲ τὰς δράκας. Ἡ γῆ ἐγίνετο σκληροτέρα, πετρώδης, ἢ σχιστολιθοειδής. Ἦτο κόπος καὶ πόνος.
Τοὺς ᾤκτειρα, καὶ ἤθελα νὰ σκάψω. Ἀλλ᾿ ἤμην ἀδέξιος.
Ἐκεῖ καθὼς ἔκαιεν ὁ ἥλιος, κ᾿ ἔσιζον ὑπὸ ἐλαφρὰν πνοὴν τὰ φύλλα τῶν δένδρων, μικρὸς κρότος ἠκούσθη ἄνωθεν, ἀπὸ τὸν ἀνατολικὸν τοῖχον τοῦ μοναστηρίου· μέσα ἀπὸ τὴν βαθεῖαν λόχμην καὶ τοὺς πυκνοὺς θάμνους, ἐπρόβαλεν ἓν πρόσωπον. Γηραλέος ἄνθρωπος, μεγαλόσωμος, μὲ τουφέκι εἰς τὸν ὦμον, βέργαν εἰς τὴν χεῖρα, καὶ δύο πιστόλια εἰς τὸ σελάχι περὶ τὴν μέσην του.
― Καλῶς σᾶς ηὗρα· γειά σας, παιδιά.
Ὁ Νικόλας κι ὁ Γιαννιὸς ἔμειναν μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν. Ἐγὼ σχεδὸν ἐχάρην μέσα μου. «Θὰ λάβῃ τέλος», εἶπα.
Ἦτον ὁ Τριαντάφυλλος ὁ Τσολοβῖκος, ὁ ἀγροφύλαξ τοῦ δήμου. Ἀπὸ νηπιόθεν τὸν ἐνθυμούμην μὲ τὸν χιτῶνά του ὣς τὰ γόνατα, μὲ τὶς κουμποῦρες καὶ μὲ τὰ χαρμπιά* του στὴν μέσην, καὶ σχεδὸν εἰς πᾶσαν ἐκλογὴν ἀγροφυλάκων ἐπροτιμᾶτο, αὐτὸς κι ὁ γερο-Στάμος, ὁ ἄνδρας τῆς Τζενέινας, χήρας τοῦ Τζενιοῦ.
Ἐμειδία, καὶ ἦτο εὐμενής,
― Τί σᾶς ἦρθε, βρὲ παιδιά, κυριακάτικο, καὶ δὲ μ᾿ ἀφήσατε δυὸ ὧρες τώρα νὰ χαρῶ τὸν μεσημεριάτικο τὸν ὕπνο μου, ντάπ, ντούπ, ντάπ, ντούπ, δυὸ ὧρες; Κ᾿ ἐγὼ τὸ εἶχα πάρει δίπλα* ἀνάμεσα στὶς κουμαριές, στὸν ἴσκιο ἑνὸς ἀριοῦ*, κ᾿ ἔλεγα νὰ χορτάσω τὸν ὕπνο.
― Τίποτα, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, τίποτα, εἶπεν ἐν ἀμηχανίᾳ ὁ Νικολός.
― Θὰ βρῆτε γρόσια, λέτε; Μὴ σᾶς ὠνείρεψε; Ἄχ, παιδιά μου, θὰ βρῆτε καὶ σεῖς γρόσια, ὅσα ηὗρεν ὁ Δημήτρης ὁ Στόιος, κι ὁ Ντοῦσκος, κι ὁ Γιάννης ὁ Σπέης, κι ὁ Τσιμτσιός, κι ὁ Λεγαντής, καὶ τόσοι ἄλλοι, κι ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης, κι ὁ Γιάννης τῆς Μυλωνοῦς. Ἤμουν νιὸς κ᾿ ἐγέρασα, ποὺ δὲν ἔπαψαν νὰ ψάχνουν γιὰ γρόσια, στὸ ἔρμο Κάστρο, καὶ στὴν Παναγιὰ τὴν Ντομάν, καὶ στ᾿ Ἀχειλᾶ τὸ ρέμα, καὶ σὲ κάθε ξωκκλήσι, καὶ σὲ κάθε βράχο, καὶ σὲ κάθε σπηλιά, καὶ στὰ Πέντ᾿ Ἀδέλφια, καὶ στὴν Καμένη Πέτρα, καὶ στὸ Κακόρεμα.
Καὶ μετὰ μίαν στιγμὴν ἐπέφερεν:
―Ἄχ! παιδί μου, γιὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ κανεὶς γρόσια, ἄλλος τρόπος δὲν εἶναι, πρέπει νά ᾽χῃ μεγάλην τύχη, νὰ εὕρῃ στραβὸν κόσμο, καὶ νὰ εἶναι αὐτὸς μ᾿ ἕνα μάτι, δὲν τοῦ χρειάζονται δυό. Πρέπει νὰ φάῃ σπίτια, νὰ καταπιῇ χωράφια, νὰ βουλιάξῃ καράβια, μὲ τριανταὲξ τὰ ἑκατό, θαλασσοδάνεια, τὸ διάφορο κεφάλι*. Ὅπως κι ὁ γερο-Μακοῦκος, ἂς ἔχῃ ζωή, ποὺ μᾶς ἔβγαλε καὶ κάλπη γιὰ νὰ γίνῃ δήμαρχος. Τ᾿ ἀκοῦς;
Ἐφαίνετο ν᾿ ἀπευθύνεται κατὰ προτίμησιν εἰς τὸν Νικολόν.
― Τ᾿ ἀκούω καὶ θαρρῶ πὼς ἔχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε.
―Ἡμεῖς ἴσα ἴσα, εἶπε λαβὼν τὸν λόγον ὁ Γιαννιὸς ὁ ἐξάδελφός μου, ζητοῦμε τὰ γρόσια, ἂν θέλῃς νὰ ξέρῃς, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, γιὰ νὰ ἐλευθερώσουμε τὸν κόσμο ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς αἱματοφάγους ποὺ λές.
― Κι ἂν θέλῃ ὁ Θεός, δὲν τοὺς ἐλευθερώνει; Εἶναι οἱ ἁμαρτίες, παιδί μου, ποὺ τοὺς σκλαβώνουνε.
Ὁ Γιαννιὸς ἔμεινε σύννους.
Μετὰ μίαν στιγμήν, ὁ γερο-Τριαντάφυλλος ἐπανέλαβεν:
―Ἂς εἶναι ὣς τόσο· ἀφοῦ τὸ θέλετε, ψάξτε· σκάβετε, σκάβετε· κάτι θὰ βρῆτε· ἢ κόκκαλα, ἢ κοχύλια, ἢ λαλαρίδια*.
Εἶπε κ᾿ ἐπῆρε δρόμον κατὰ τὸ ρέμα. Ἡμεῖς ἐμαζέψαμεν τὰ σύνεργά μας κ᾿ ἐπήραμεν τὸν ἀνήφορον, ἐπιστρέφοντες εἰς τὸ χωρίον.
(1912)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου